0
1
σχόλια
3355
λέξεις
CULTURE

Σαν σήμερα: Απόσπασμα από τη βιογραφία που έγραψε ο Τζέραλντ Μάρτιν με τη συνεργασία του περίφημου Κολομβιανού συγγραφέα (εκδ. Μικρή Άρκτος)
 

DOCTV.GR
6 Μαρτίου 2018
Ένα ζεστό πνιγηρό πρωινό στις αρχές της δεκαετίας του 1930, στην τροπική παράκτια περιοχή της Βόρειας Κολομβίας, μια νεαρή γυναίκα αγνάντευε από το παράθυρο του τρένου τής United Fruit Company τις μπανανοφυτείες που διαδέχονταν η μία την άλλη. Αλλεπάλληλες σειρές από μπανανιές τρεμόφεγγαν καθώς το φως του ήλιου εναλλασσόταν με τη σκιά. Είχε επιβιβαστεί στο βραδινό ατμόπλοιο που διέσχιζε, πολιορκημένο από κουνούπια, το μεγάλο έλος Σιέναγα από την πόλη-λιμάνι Μπαρανκίγια στην Καραϊβική και τώρα ταξίδευε προς τον Νότο μέσα από τη Ζώνη της Μπανάνας στη μικρή πόλη της Αρακατάκα, όπου, αρκετά χρόνια πριν, είχε αφήσει στους ηλικιωμένους γονείς της τον πρωτότοκο γιο της, τον Γκαμπριέλ, όταν ήταν ακόμα μωρό. Η Λουίσα Σαντιάγα Μάρκες Ιγουαράν δε Γκαρσία είχε αποκτήσει τρία ακόμη παιδιά από τότε, και αυτή ήταν η πρώτη φορά που επέστρεφε στην Αρακατάκα από τότε που ο σύζυγός της, ο Γκαμπριέλ Ελίχιο Γκαρσία, την πήρε μακριά στην Μπαρανκίγια, αφήνοντας τον μικρό Γκαμπίτο στη φροντίδα των γονιών της μητέρας του, της Τρανκιλίνα Ιγουαράν Κότες δε Μάρκες και του συνταγματάρχη Νικολάς Μάρκες Μεχία. Ο συνταγματάρχης Μάρκες ήταν βετεράνος του οδυνηρού Πολέμου των Χιλίων Ημερών, ο οποίος διεξήχθη στις αρχές του αιώνα, διά βίου οπαδός του φιλελεύθερου κόμματος της Κολομβίας και, αργότερα, ταμίας του δήμου της Αρακατάκα.

Ο συνταγματάρχης και η δόνια Τρανκιλίνα αποδοκίμαζαν έντονα τον δεσμό της Λουίσα Σαντιάγα με τον όμορφο Γκαρσία. Δεν ήταν μόνο φτωχός και ξένος, αλλά και νόθος και, ίσως το χειρότερο από όλα, ένθερμος οπαδός του μισητού συντηρητικού κόμματος. Παρότι λίγες μέρες μόνο στη θέση του τηλεγραφητή της Αρακατάκα, ο έρωτάς του για τη Λουίσα, μια από τις πιο ελκυστικές νέες γυναίκες στην πόλη, υπήρξε κεραυνοβόλος. Οι γονείς της την έστειλαν να μείνει με συγγενείς για σχεδόν έναν χρόνο, για να της ξεριζώσουν από το μυαλό το ξελόγιασμα με τον σαγηνευτικό άνδρα· αλλά χωρίς επιτυχία. Όσο για τον ίδιο τον Γκαρσία, αν έλπιζε ότι ένας γάμος με την κόρη του συνταγματάρχη θα του έφτιαχνε την τύχη, τότε απλώς ματαιοπονούσε. Οι γονείς της νύφης αρνήθηκαν να παρευρεθούν στον γάμο που τελικά κατάφερε να οργανώσει στην πρωτεύουσα της περιφέρειας Σάντα Μάρτα και, έτσι, έχασε τη θέση του στην Αρακατάκα.

Τι να σκεφτόταν η Λουίσα άραγε καθώς κοίταζε έξω από το παράθυρο του τρένου; Ίσως να είχε ξεχάσει πόσο άβολο επρόκειτο να είναι αυτό το ταξίδι. Μήπως άραγε η σκέψη της έτρεχε στο σπίτι όπου είχε περάσει τα παιδικά και τα νεανικά της χρόνια; Πώς θα αντιδρούσαν στον γυρισμό οι γονείς της; Οι θείες της; Τα δύο παιδιά που είχε να δει τόσο πολύ καιρό; Ο Γκαμπίτο, ο μεγαλύτερος, και η Μαργαρίτα, η μικρότερη αδελφή του, που κι αυτή τώρα ζούσε με τους παππούδες της; Το τρένο σφύριξε καθώς διέσχιζε τη μικρή μπανανοφυτεία που ονομάζεται Μακόντο, την οποία θυμόταν από τα παιδικά της χρόνια. Έπειτα από λίγο, πρόβαλε η Αρακατάκα. Ναι, εκεί βρισκόταν ο πατέρας της ο συνταγματάρχης, περιμένοντας στη σκιά. Πώς θα την υποδεχόταν άραγε;

Κανείς δεν ξέρει τι είπαν μεταξύ τους. Ξέρουμε όμως τι συνέβη μετά. Στο παλιό Μεγάλο Σπίτι του συνταγματάρχη, οι γυναίκες ετοίμαζαν τον μικρό Γκαμπίτο για μια μέρα που δεν θα την ξεχνούσε ποτέ: «Έφτασε, ήρθε η μητέρα σου, Γκαμπίτο. Είναι εδώ. Η μητέρα σου. Δεν ακούς το τρένο;». Ο ήχος της σφυρίχτρας ακούστηκε και πάλι από τον κοντινό σταθμό. Ο Γκαμπίτο αργότερα θα εξομολογηθεί ότι τη μητέρα του δεν τη θυμόταν καθόλου. Τον είχε αφήσει προτού μπορέσει να συγκρατήσει την παραμικρή ανάμνηση από αυτή. Και αν ένιωθε κάτι τώρα, ήταν μια ξαφνική απουσία που ποτέ δεν του εξήγησαν πραγματικά οι παππούδες του, ένα άγχος, σαν κάτι να μην πήγαινε καλά. Με τον ίδιο, ίσως. Ο παππούς πού ήταν; Με τον παππού του όλα τα μυστήρια ξεδιαλύνονταν. Αλλά ο παππούς του είχε βγει έξω.

Τότε ο Γκαμπίτο τούς άκουσε να καταφθάνουν στην άλλη πλευρά του σπιτιού. Μια από τις θείες του τον πλησίασε και τον πήρε από το χέρι. Όλα ήταν σαν όνειρο. «Η μαμά σου είναι μέσα», είπε η θεία. Έτσι, μπήκε μέσα και έπειτα από λίγο αντίκρισε μια άγνωστη γυναίκα στην άκρη του δωματίου να κάθεται με την πλάτη της γυρισμένη προς το παράθυρο με τα κλειστά παντζούρια. Ήταν μια όμορφη γυναίκα, με ένα ψάθινο καπέλο και ένα μακρύ αεράτο φόρεμα, με μανίκια που της έφταναν μέχρι τους καρπούς. Ανέπνεε βαριά μέσα στην κάψα του μεσημεριού. Ο Γκαμπίτο ένιωθε μια παράξενη σύγχυση καθώς η γυναίκα που έβλεπε μπροστά του του άρεσε στην όψη, αλλά κατάλαβε αμέσως ότι δεν την αγαπούσε με τον τρόπο που του είχαν πει ότι πρέπει κάποιος να αγαπά τη μητέρα του. Όχι όπως αγαπούσε τον παππού και τη γιαγιά του. Ούτε καν όπως αγαπούσε τις θείες του.

Η γυναίκα ψιθύρισε: «Δεν θα αγκαλιάσεις τη μητέρα σου;». Και μετά τον τράβηξε πάνω της και τον έσφιξε στην αγκαλιά της. Τη μυρωδιά της δεν θα την ξεχνούσε ποτέ. Δεν είχε καν χρονίσει όταν τον άφησε η μητέρα του. Τώρα ήταν σχεδόν επτά ετών. Έτσι, σήμερα, αφού είχε πια επιστρέψει, κατάφερε να το συνειδητοποιήσει: η μητέρα του τον είχε εγκαταλείψει. Και ο Γκαμπίτο ποτέ δεν επρόκειτο να το ξεπεράσει, αν μη τι άλλο επειδή δεν θα μπορούσε ποτέ να αντιμετωπίσει τα αισθήματά του γι’ αυτό. Και μετά, πολύ σύντομα, τον εγκατέλειψε και πάλι.

Η Λουίσα Σαντιάγα, η δύστροπη κόρη του συνταγματάρχη και μητέρα του μικρού Γκαμπίτο, είχε γεννηθεί στις 25 Ιουλίου 1905 στη μικρή πόλη Μπαράνκας, ανάμεσα στα άγρια εδάφη της Γουαχίρα και στην ορεινή επαρχία Παδίγια, στα ανατολικά της Σιέρα Νεβάδα. Όταν γεννήθηκε η Λουίσα, ο πατέρας της ήταν μέλος ενός ηττημένου στρατού, του στρατού του κόμματος των φιλελευθέρων που είχε νικηθεί από τους συντηρητικούς στον μεγάλο εμφύλιο πόλεμο της Κολομβίας, τον Πόλεμο των Χιλίων Ημερών (1899-1902).

Ο Νικολάς Ρικάρντο Μάρκες Μεχία, ο παππούς του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου του 1864 στη Ριοχάτσα της Γουαχίρα, μια ηλιοκαμένη αλμυρή και σκονισμένη πόλη στη βόρεια ακτή της Κολομβίας, στον Ατλαντικό, τη μικροσκοπική πρωτεύουσα της πιο άγριας περιοχής, πατρίδα των τρομερών Ινδιάνων Γουαχίρο και λημέρι λαθρεμπόρων από την εποχή των αποικιών μέχρι σήμερα. Ελάχιστα είναι γνωστά για τα παιδικά χρόνια του Μάρκες, εκτός από το γεγονός ότι η εκπαίδευση που έλαβε ήταν στοιχειώδης, την οποία όμως αξιοποίησε στο έπακρο και ότι για κάμποσο καιρό τον έστειλαν στα δυτικά για να ζήσει με την εξαδέλφη του, τη Φρανσίσκα Σιμοδοσέα Μεχία, στην πόλη Ελ Κάρμεν δε Μπολίβαρ, νότια της μεγαλοπρεπούς αποικιακής πόλης Καρταχένα. Εκεί τα δύο ξαδέλφια μεγάλωσαν με τη γιαγιά του Νικολάς, από την πλευρά της μητέρας του, τη Χοσέφα Βιδάλ Φρανσίσκα.

Αργότερα, αφού ο Νικολάς περιπλανήθηκε για μερικά χρόνια σε ολόκληρη την παράκτια περιοχή, η Φρανσίσκα ένωσε την οικογένειά του και έζησε κάτω από τη στέγη του, γεροντοκόρη, για το υπόλοιπο της ζωής της. Ο Νικολάς έζησε για λίγο στην Καμαρόνες, μια παράκτια πόλη στη Γουαχίρα, είκοσι περίπου χιλιόμετρα από τη Ριοχάτσα. Ο θρύλος τον θέλει να έχει πάρει μέρος από αρκετά νωρίς σε μία ή περισσότερες από τις εμφύλιες διαμάχες που σημάδεψαν τον δέκατο ένατο αιώνα την Κολομβία. Όταν επέστρεψε στη Ριοχάτσα σε ηλικία δεκαεπτά ετών, έγινε αργυροχόος, μαθητεύοντας στο πλευρό του πατέρα του, Νικολάς δελ Κάρμεν Μάρκες Ερνάνδες. Αυτή ήταν η παραδοσιακή ενασχόληση της οικογένειας. Ο Νικολάς είχε ολοκληρώσει την πρωτοβάθμια εκπαίδευσή του, αλλά, επειδή καταγόταν από οικογένεια μαστόρων, δεν διέθετε την οικονομική δυνατότητα να μορφωθεί περαιτέρω.

Ο Νικολάς Μάρκες ήταν παραγωγικός με άλλους τρόπους: μέσα σε δύο χρόνια από την επιστροφή του στη Γουαχίρα, ο παράτολμος νέος έγινε πατέρας δύο νόθων παιδιών -στην Κολομβία αποκαλούνται φυσικά παιδιά- του Χοσέ Μαρία, το 1882, και του Κάρλος Αλμπέρτο, το 1884. Η μητέρα τους ήταν μια εκκεντρική γεροντοκόρη της Ριοχάτσα, ονόματι Αλταγράσια Βαλδεμπλάνκες, η οποία προερχόταν από μια ισχυρή οικογένεια συντηρητικών και ήταν πολύ μεγαλύτερη από τον ίδιο τον Νικολάς. Δεν γνωρίζουμε γιατί ο Νικολάς δεν την παντρεύτηκε. Και οι δύο γιοι πήραν το επώνυμο της μητέρας τους· και οι δύο ανατράφηκαν ως ένθερμοι καθολικοί και συντηρητικοί, παρά τον έντονο φιλελευθερισμό του Νικολάς. Δεδομένου ότι το έθιμο στην Κολομβία μέχρι πρόσφατα ήταν τα παιδιά να ακολουθούν την πολιτική τάση των γονέων τους και επειδή τα αγόρια ανατράφηκαν όχι από τον Νικολάς αλλά από την οικογένεια της μητέρας τους, επρόκειτο να αγωνιστούν και οι δύο κατά των φιλελευθέρων και συνεπώς κατά του πατέρα τους, στον Πόλεμο των Χιλίων Ημερών.

Έναν χρόνο μόλις μετά τη γέννηση του Κάρλος Αλμπέρτο, ο Νικολάς, σε ηλικία εικοσιενός ετών, παντρεύτηκε μια κοπέλα της ηλικίας του, την Τρανκιλίνα Ιγουαράν Κότες, η οποία κι αυτή είχε γεννηθεί στη Ριοχάτσα στις 5 Ιουλίου 1863. Παρά το γεγονός ότι η Τρανκιλίνα γεννήθηκε νόθα, τα επώνυμά της ήταν συνδυασμός δύο κορυφαίων συντηρητικών οικογενειών της περιοχής. Τόσο ο Νικολάς όσο και η Τρανκιλίνα ήταν εμφανώς απόγονοι λευκών οικογενειών από την Ευρώπη και -μολονότι ο Νικολάς, ένας αδιόρθωτος Καζανόβας, ερωτοτροπούσε με γυναίκες κάθε φυλής και χρώματος- σε κάθε εκδήλωση της ζωής τους, εντός και εκτός του σπιτιού, τηρούνταν αυστηρά η απαραίτητη ιεραρχία του χρώματος, από το πιο ανοιχτόχρωμο μέχρι το πιο μελαψό. Και πολλά πράγματα καλώς παρέμεναν στο σκοτάδι. Έτσι αρχίζουμε να ψηλαφούμε τον δρόμο μας προς τα πίσω στους σκοτεινούς γενεαλογικούς λαβυρίνθους που είναι τόσο οικείοι στους αναγνώστες του γνωστότερου μυθιστορήματος του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Εκατό Χρόνια Μοναξιά. Σε αυτό το βιβλίο σκόπιμα παραλείπει να βοηθήσει τους αναγνώστες του με υπενθυμίσεις σχετικά με τις λεπτομέρειες που διέπουν τους οικογενειακούς δεσμούς: συνήθως δίνονται μόνο τα μικρά ονόματα και αυτά επαναλαμβάνονται συνεχώς στο διάβα των γενεών. Αυτό αποτελεί μέρος της άφατης πρόκλησης προς τον αναγνώστη, ωστόσο αναμφίβολα αναπαράγει τη σύγχυση και την ανησυχία που δοκίμασε ο συγγραφέας όταν, ως παιδί, προσπαθούσε να κατανοήσει τα περιπλεγμένα παρακλάδια της ιστορίας της οικογένειάς του.

Ο Νικολάς, για παράδειγμα, παρόλο που δεν γεννήθηκε νόθος, δεν μεγάλωσε με τους γονείς του, αλλά με τη γιαγιά του. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστο σε μια τόσο ασφυκτικά περιορισμένη κοινωνία, η ακεραιότητα της οποίας διασφαλιζόταν από την έννοια της εκτεταμένης οικογένειας. Όπως είδαμε, απέκτησε δύο παράνομους γιους πριν από την ηλικία των είκοσι. Ούτε αυτό ήταν ασυνήθιστο. Αμέσως μετά παντρεύτηκε την Τρανκιλίνα, η οποία, όπως και η Αλταγράσια, ήταν μια γυναίκα από ανώτερη τάξη, αν και, εξισορροπώντας τα πράγματα, κι αυτή ήταν νόθα. Εξάλλου, ήταν επίσης πρώτη του ξαδέλφη· κι αυτό ήταν συνηθισμένο στην Κολομβία και εξακολουθεί να υπάρχει ως φαινόμενο πιο συχνά στη Λατινική Αμερική από ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου· αν και φυσικά ακόμα στιγματίζεται κοινωνικά. Το ζευγάρι είχε την ίδια γιαγιά, τη Χουανίτα Ερνάνδες, η οποία ταξίδεψε από την Ισπανία στην Κολομβία κατά το 1820, και ο Νικολάς προερχόταν από τον αρχικό νόμιμο γάμο της, ενώ η Τρανκιλίνα από τη δεύτερη, παράνομη σχέση της, αφού χήρεψε, με έναν Κρεολό από τη Ριοχάτσα ονόματι Μπλας Ιγουαράν, ο οποίος ήταν δέκα χρόνια μικρότερός της.

Και έτσι, μόνο δύο γενιές αργότερα, δύο από τα εγγόνια της Χουανίτα, ο Νικολάς Μάρκες Μεχία και η Τρανκιλίνα Ιγουαράν Κότες, πρώτα ξαδέλφια, παντρεύτηκαν στη Ριοχάτσα. Παρόλο που κανένα από τα επώνυμά τους δεν συνέπιπτε, το γεγονός ήταν ότι ο πατέρας του και η μητέρα της ήταν και τα δύο παιδιά -ετεροθαλής αδελφός και ετεροθαλής αδελφή- της ατρόμητης Χουανίτα. Ποτέ δεν μπορούσε κάποιος να είναι σίγουρος ποιον παντρευόταν. Και τέτοιο όνειδος μπορεί να επιφέρει την καταδίκη ή ακόμη χειρότερα -όπως τα μέλη της οικογένειας Μπουενδία φοβούνται στο Εκατό Χρόνια Μοναξιά- την κατάρα ότι θα γεννηθεί ένα παιδί με ουρά γουρουνιού που θα θέσει τέλος στη γενεαλογία της οικογένειας.

Φυσικά, το φάντασμα της αιμομειξίας το οποίο αναπόφευκτα απειλεί έναν γάμο όπως αυτός του Νικολάς και της Τρανκιλίνα προσθέτει μια άλλη, πολύ πιο σκοτεινή διάσταση στην έννοια της παρανομίας. Αργότερα ο Νικολάς έγινε πατέρας πολλών, ίσως και δεκάδων άλλων παράνομων παιδιών. Ωστόσο, ζούσε σε μια αυστηρά καθολική κοινωνία, με όλες τις παραδοσιακές ιεραρχίες και κενοδοξίες, όπου στην κατώτερη τάξη ανήκαν οι μαύροι ή οι Ινδιάνοι (με τους οποίους, φυσικά, καμία αξιοσέβαστη οικογένεια δεν επιθυμούσε να σχετίζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο, παρά το γεγονός ότι στην Κολομβία σχεδόν όλες οι οικογένειες, συμπεριλαμβανομένων των πιο αξιοσέβαστων, διατηρούν τέτοιες σχέσεις). Αυτή η χαοτική μείξη φυλών και τάξεων, στην οποία υποβόσκουν τόσο πολλοί τρόποι για να γεννηθεί κάποιος νόθος, αλλά μόνο ένας δρόμος, στενός και ευθύς, οδηγεί στην αληθινή ευπρέπεια, είναι ο ίδιος κόσμος στον οποίο, πολλά χρόνια μετά, θα μεγάλωνε ο μικρός Γκαρσία Μάρκες, την πολυπλοκότητα και την υποκρισία του οποίου θα βίωνε από κοντά.

Λίγο μετά τον γάμο του με την Τρανκιλίνα Ιγουαράν, ο Νικολάς Μάρκες την άφησε έγκυο με περίσσιο πατριαρχικό στυλ -ανέκαθεν ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να εγκαταλείψει κάποιος μια γυναίκα- και έζησε μερικούς μήνες στον Παναμά, ο οποίος την εποχή εκείνη ανήκε ακόμη στην Κολομβία, δουλεύοντας με έναν θείο του, τον Χοσέ Μαρία Μεχία Βιδάλ. Εκεί απέκτησε ακόμη ένα νόθο παιδί, τη Μαρία Γρεγόρια Ρουίς, με τη γυναίκα που ίσως ήταν ο αληθινός έρωτας της ζωής του, την όμορφη Ισαμπέλ Ρουίς, προτού επιστρέψει στη Γουαχίρα λίγο μετά τη γέννηση του πρώτου νόμιμου γιου του, του Χουάν δε Διός, το έτος 1886. Ο Νικολάς και η Τρανκιλίνα απέκτησαν δύο ακόμα νόμιμα παιδιά: τη Μαργαρίτα, που γεννήθηκε το 1889, και τη Λουίσα Σαντιάγα, η οποία γεννήθηκε στη Μπαράνκας, τον Ιούλιο του 1905, παρόλο που η ίδια θα επέμενε μέχρι σχεδόν το τέλος της ζωής της ότι και αυτή είχε γεννηθεί στη Ριοχάτσα, επειδή αισθανόταν ότι είχε κάτι να κρύψει, όπως θα φανεί αργότερα. Και αυτή θα παντρευτεί έναν νόθο σύζυγο και θα γεννήσει έναν νόμιμο γιο ονόματι Γκαμπριέλ Χοσέ Γκαρσία Μάρκες. Δεν είναι απορίας άξιον, λοιπόν, που η νοθογένεια αποτελεί μια εμμονή στη μυθοπλασία του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, όσο χιουμοριστική κι αν φαίνεται κάποτε.

Τα νόθα παιδιά του Νικολάς δεν είχαν οδυνηρό θάνατο στους εμφυλίους πολέμους, όπως ο αγαπημένος εγγονός του συνταγματάρχη θα φανταζόταν αργότερα στο μυθιστόρημά του (στο οποίο δεκαεπτά χαρακτήρες πεθαίνουν με αυτόν τον τρόπο). Για παράδειγμα, η Σάρα Νοριέγα ήταν η φυσική κόρη του Νικολάς και της Πάτσα Νοριέγα, και έγινε γνωστή ως λα Πάτσα Νοριέγα, παντρεύτηκε τον Γρεγόριο Μπονίγια και πήγε να ζήσει στη Φουντασιόν, τον επόμενο σταθμό του τρένου μετά την Αρακατάκα. Το 1993, η εγγονή της, η Ελίδα Νοριέγα, την οποία συνάντησα στην Μπαράνκας, ήταν η μόνη στην πόλη που είχε ακόμα ένα από τα μικρά χρυσόψαρα που είχε φτιάξει ο Νικολάς Μάρκες. Η Άνα Ρίος, η κόρη της Αρσένια Καρίγιο, η οποία παντρεύτηκε το 1917 τον ανιψιό του Νικολάς και στενό συνεργάτη του, τον Εουγένιο Ρίος (ο ίδιος σχετιζόταν με τη Φρανσίσκα Σιμοδοσέα Μεχία, η οποία έζησε με τον Νικολάς), μου ανέφερε ότι η Σάρα έμοιαζε πολύ με τη Λουίσα, «με δέρμα σαν πέταλο και ακαταμάχητη γλυκύτητα»· πέθανε γύρω στο 1988. Ο Εστέμπαν Καρίγιο και η Ελβίρα Καρίγιο ήταν νόθα δίδυμα που έφερε στον κόσμο η Σάρα Μανουέλα Καρίγιο· η Ελβίρα, η αγαπημένη θεία Πα του Γκαμπίτο, αφού έζησε με τον Νικολάς στην Αρακατάκα, μετακόμισε τελικά στην Καρταχένα λίγο προτού πεθάνει, όπου η πολύ νεότερη ετεροθαλής αδελφή της, η νόμιμη Λουίσα Σαντιάγα, «θα την φρόντιζε ώς το τέλος της ζωής της», σύμφωνα με την Άνα Ρίος. Ο Νικολάς Γκόμες ήταν ο γιος της Αμέλια Γκόμες και, σύμφωνα με μια άλλη πληροφορία, του Ουρμπάνο Σολάνο, μετέβη στη Φουντασιόν, όπως η Σάρα Νοριέγα.

Ο μεγαλύτερος γιος του Νικολάς, ο παράνομος Χοσέ Μαρία Βαλδεμπλάνκες, υπήρξε το πιο επιτυχημένο από όλα του τα παιδιά, ήρωας πολέμου, πολιτικός και ιστορικός. Παντρεύτηκε τη Μανουέλα Μορέου πολύ νέος και απέκτησε έναν γιο και πέντε κόρες. Ο γιος μιας από αυτές, της Μάργκοτ, είναι ο συγγραφέας Χοσέ Λουίς Δίας-Γρανάδος.

Ο Νικολάς Μάρκες μετακόμισε από την άγονη παράκτια πρωτεύουσα Ριοχάτσα στην Μπαράνκας πολύ προτού γίνει συνταγματάρχης, γιατί φιλοδοξία του ήταν να αποκτήσει γη, μιας και η γη ήταν και φθηνότερη και πιο εύφορη στους λόφους γύρω από την Μπαράνκας. (Ο Γκαρσία Μάρκες, όχι πάντα αξιόπιστη πηγή όσον αφορά αυτά τα ζητήματα, αναφέρει ότι ο πατέρας του Νικολάς, τού άφησε κάποιες εκτάσεις γης εκεί.) Σύντομα αγόρασε ένα αγρόκτημα από έναν φίλο σε ένα μέρος που είναι γνωστό ως «Ελ Ποτρέρο» στις πλαγιές της Σιέρα. Το αγρόκτημα ονομαζόταν «Ελ Γουάσιμο», από το όνομα ενός φρούτου της περιοχής, και εκεί ο Μάρκες άρχισε να καλλιεργεί ζαχαροκάλαμο από το οποίο έφτιαχνε κάτι σαν ρούμι που ονομάζεται τσιρίντσε σε ένα μικρό οικογενειακό αποστακτήριο· λέγεται ότι εμπορευόταν το ποτό παράνομα, όπως και οι περισσότεροι άλλοι γαιοκτήμονες της περιοχής.

Αργότερα, αγόρασε ένα άλλο αγρόκτημα πιο κοντά στην πόλη, δίπλα στον ποταμό Ραντσερία. Το ονόμασε «Ελ Ίστμο» (Ισθμός), επειδή, από όποια πλευρά και αν το προσέγγιζες, έπρεπε να διασχίσεις νερό. Εκεί φύτεψε καπνό, καλαμπόκι, ζαχαρότευτλα, φασόλια, γιούκα, καφέ και μπανάνες. Το αγρόκτημα είναι ακόμη ανοιχτό σήμερα, μισοεγκαταλειμμένο, με ερειπωμένα και γκρεμισμένα κτίσματα, ένα γέρικο δέντρο μάνγκο που ακόμα στέκεται όρθιο σαν μια αποδυναμωμένη οικογένεια, ενώ όλο το τροπικό τοπίο λούζεται από κύματα μελαγχολίας και νοσταλγίας. Ίσως αυτή η εικόνα πλάθεται στη φαντασία του επισκέπτη, αφού γνωρίζει ότι ο συνταγματάρχης Μάρκες άφησε την Μπαράνκας μέσα σε ένα σύννεφο, το οποίο φαίνεται ότι εξακολουθεί να αιωρείται πάνω από ολόκληρη την κοινότητα. Ωστόσο, πολύ προτού συμβούν όλα αυτά, την ήρεμη ζωή του συνταγματάρχη σκίασε ο πόλεμος.

Ακόμη πιο λίγα είναι γνωστά για τα πρώτα χρόνια της ζωής του πατέρα τού Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες σε σύγκριση με του παππού του. Ο Γκαμπριέλ Ελίχιο Γκαρσία γεννήθηκε στη Σινσέ, στο Μπολίβαρ, την 1η Δεκεμβρίου 1901, πολύ πιο πέρα από τον μεγάλο βάλτο, μακρύτερα ακόμη και από τον ποταμό Μαγδαλένα, κατά τη διάρκεια του μεγάλου εμφύλιου πολέμου στον οποίο διακρίθηκε ο Νικολάς Μάρκες. Ο προπάππος του Γκαρσία ονομαζόταν απ’ ό,τι φαίνεται Πέδρο Γκαρσία Γορδόν και λέγεται ότι γεννήθηκε στη Μαδρίτη στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα. Δεν γνωρίζουμε πώς ή γιατί ο Γκαρσία Γορδόν κατέληξε στη Νέα Γρανάδα ή ποια παντρεύτηκε, αλλά το 1834 απέκτησε έναν γιο ονόματι Αμινάδαμπ Γκαρσία στο Καϊμίτο, στο Μπολίβαρ (νυν περιφέρεια Σούκρε).

Σύμφωνα με τη Λίγια Γκαρσία Μάρκες, ο Αμινάδαμπ «παντρεύτηκε» τρεις διαφορετικές γυναίκες και απέκτησε συνολικά τρία παιδιά. Στη συνέχεια, «χήρος», γνώρισε τη Μαρία δε λος Άνχελες Πατερνίνα Μπουσταμάντε, η οποία είχε γεννηθεί το 1855 στη Σινσελέχο, εικοσιένα χρόνια νεότερή του· απέκτησαν τρία παιδιά, τον Ελιέσερ, τον Χάιμε και την Αρχεμίρα. Παρόλο που το ζευγάρι δεν παντρεύτηκε, ο Αμινάδαμπ αναγνώρισε τα παιδιά και τους έδωσε το όνομά του. Το κορίτσι, η Αρχεμίρα Γκαρσία Πατερνίνα, γεννήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1887, στο Καϊμίτο, γενέτειρα του πατέρα της. Απέκτησε τον Γκαμπριέλ Ελίχιο Γκαρσία στην ηλικία των δεκατεσσάρων και, κατά συνέπεια, ήταν γιαγιά τού συγγραφέα μας, του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, από την πλευρά του πατέρα του. Η Αρχεμίρα πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στη Σινσέ, περιοχή γνωστή για τα βοοειδή της. Ήταν αυτό που στον ισπανικό πολιτισμό συνήθως αποκαλείται γυναίκα του λαού. Ψηλή, αγαλματένια και με ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα, δεν παντρεύτηκε ποτέ, αλλά είχε σχέσεις με πολυάριθμους άνδρες και απέκτησε επτά νόθα παιδιά από τρεις άνδρες, τα περισσότερα από κάποιον ονόματι Μπεχαράνο. (Όλα της τα παιδιά έφεραν το δικό της επώνυμο: Γκαρσία.)

Ο πρώτος της εραστής όμως υπήρξε ο Γκαμπριέλ Μαρτίνες Γαρίδο, ο οποίος ήταν δάσκαλος και απόγονος μιας συντηρητικής οικογένειας γαιοκτημόνων· εκκεντρικός σε σημείο παραφροσύνης, είχε κατασπαταλήσει σχεδόν όλη του την κληρονομιά. Αποπλάνησε την Αρχεμίρα όταν εκείνη ήταν μόλις δεκατριών και εκείνος είκοσι επτά ετών. Δυστυχώς, ο Γκαμπριέλ Μαρτίνες Γαρίδο ήταν ήδη παντρεμένος με τη Ρόσα Μέσα από τη Σινσέ όπως ο άντρας της: απέκτησαν πέντε νόμιμα παιδιά, από τα οποία κανένα δεν πήρε το όνομα Γκαμπριέλ.

Έτσι, ο μελλοντικός πατέρας του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ήταν γνωστός σε όλη του τη ζωή ως Γκαμπριέλ Ελίχιο Γκαρσία, όχι ως Γκαμπριέλ Ελίχιο Μαρτίνες Γκαρσία. Οποιοσδήποτε αφιερώσει λίγο περισσότερη μελέτη σε αυτή την έρευνα, θα διαπιστώσει σχεδόν αμέσως ότι ήταν νόθος. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ωστόσο, ο Γκαμπριέλ Ελίχιο θα αποκαθιστούσε αυτές τις αδικίες της ζωής. Όπως ακριβώς ο Νικολάς Μάρκες είχε αποκτήσει ένα σημαντικό στρατιωτικό αξίωμα κατά τη διάρκεια του πολέμου και είχε γίνει συνταγματάρχης, έτσι και ο Γκαμπριέλ Ελίχιο, ως αυτοδίδακτος ομοιοπαθητικός γιατρός, άρχισε να χρησιμοποιεί για τον εαυτό του τον τίτλο «δόκτωρ». Ο συνταγματάρχης Μάρκες και ο δόκτωρ Γκαρσία, λοιπόν.


Απόσπασμα από το βιβλίο του Τζέραλντ Μάρτιν, Η βιογραφία του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, εκδόσεις Μικρή Άρκτος, μετάφραση Άδωνις Σάμσων.


Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (6 Μαρτίου 1927-17 Απριλίου 2014) ήταν σπουδαίος Κολομβιανός συγγραφέας, βραβευμένος με Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του λογοτεχνικού ρεύματος του «μαγικού ρεαλισμού» και ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της ισπανόφωνης λογοτεχνίας. Πρωτοεμφανίστηκε το 1947 και το 1967 δημοσιεύτηκε το μυθιστόρημά του «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς», το οποίο τον καθιέρωσε ως έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας, καθώς αποκόμισε αμέσως τις θετικότερες κριτικές και του χάρισε μεγάλη φήμη. Τα τελευταία χρόνια αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή καθώς αντιμετώπιζε προβλήματα με τονκαρκίνο των λεμφαδένων. Πέθανε σε ηλικία 87 ετών στο Μεξικό, όπου και είχε εγκατασταθεί το 1961.

 
εμφάνιση σχολίων