Στην ουσία επιζητούσαν την επανάληψη του σκηνικού του 1935, την ανάσταση των παραδοσιακών αστικών κομμάτων και την επαναφορά του θεσμού της ισχυρής βασιλείας, έστω και διαμέσου ενός νέου δημοψηφίσματος. Οι κοινωνικές αλλαγές που είχε φέρει η ενδιάμεση περίοδος δοκιμασιών και αγώνων, απλά αγνοούνταν από το Λονδίνο.
Οι οδηγίες που αφορούσαν το μεγάλο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης στόχευαν πρώτα στον αφοπλισμό και μετά στην οργανωτική του αποσάρθρωση και υποταγή. Για το σκοπό αυτό ο βρετανικός στρατός επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέτρο έκρινε αναγκαίο.
Παρά τις επιμέρους διαπραγματεύσεις και συζητήσεις στο πλαίσιο της κυβέρνησης «Εθνικής Ενώσεως», το βρετανικό σχέδιο προχωρούσε με ημερολογιακή ακρίβεια. Στη διάρκεια του Νοεμβρίου ενισχύθηκαν και συγκεντρώθηκαν στην ελληνική πρωτεύουσα οι στρατιωτικές μονάδες και ένοπλοι σχηματισμοί που εχθρεύονταν το ΕΑΜ.
Μόλις οι προετοιμασίες αυτές συμπληρώθηκαν, ο στρατηγός Σκόμπι ζήτησε με τελεσίγραφο τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και της Πολιτοφυλακής μέσα στις πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου.
O αφοπλισμός αυτός, αν και περιελάμβανε όλα τα «εθελοντικά σώματα», θα ήταν ουσιαστικά μονομερής, καθώς πέρα από τον υπό διάλυση ΕΔΕΣ (του οποίου τα στελέχη μεταφέρονταν επίσης στην Αθήνα), όλα τα υπόλοιπα ένοπλα σώματα που εχθρεύονταν το ΕΑΜ θα έμεναν ανέπαφα: αυτό αφορούσε τόσο την Ορεινή Ταξιαρχία και τους γύρω από αυτήν εθελοντές, όσο και τους «επιστρατευμένους» των «εθνικών οργανώσεων», τη Χωροφυλακή και την Αστυνομία.
Το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο απέρριψε το τελεσίγραφο του στρατηγού Σκόμπι, οι υπουργοί του στην κυβέρνηση Παπανδρέου παραιτήθηκαν, και οργάνωσε τη μεγάλη διαδήλωση διαμαρτυρίας την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου.
Αυτή ήταν η διαδήλωση που αιματοκυλίστηκε.
Οι συγκρούσεις γενικεύθηκαν από την επόμενη ημέρα, 4 Δεκεμβρίου. Ο ΕΛΑΣ αφόπλισε τα περισσότερα στρατιωτικά τμήματα της πόλης και επιτέθηκε στους ενόπλους της οργάνωσης «Χ» του Γρίβα στο Θησείο.
Από εκείνη την ημέρα άρχισε μία σκληρή αναμέτρηση, που κράτησε τριάντα τρεις ολόκληρες μέρες: η Μάχη της Αθήνας.
Οι εχθροπραξίες έληξαν με την παράδοση των όπλων του ΕΑΜ, στις 12 Φεβρουαρίου 1945 με τη
Συμφωνία της Βάρκιζας.
Ο Μάνος Χατζηδάκις κατάφερε να αποτυπώσει τη συναισθηματική ακύρωση που βίωσε η γενιά της κατοχής και του απελευθερωτικού αγώνα. Παραθέτουμε ένα αποσπάσμα από κείμενό του (Περιοδικό Το Τέταρτο, τεύχος 3, Ιούλιος 1985).
«“Τα Παιδιά της Γαλαρίας” είναι μια φημισμένη ταινία του Καρνέ. Τα δικά μας παιδιά της γαλαρίας είναι κάπως διαφορετικά. Εκείνα της ταινίας υπήρξαν θεατές από ψηλά, από την πιο φτηνή θέση, “εγκλημάτων” που διαδραματίζονταν στη σκηνή του θεάτρου. Τα δικά μας υπήρξαν κι αυτά θεατές, από ψηλά κι από την ασήμαντη και φτηνή θέση, εγκλημάτων που διαδραματίζονταν στην ελληνική γη, ανίκανα να ορίζουν και ν’ αλλάζουν τη μοίρα των όσων έγιναν και γίνονται στον τόπο. (…). Τα όνειρα σε τούτα τα παιδιά υπήρξαν κυρίαρχα, σημαντικά και διαψευσμένα. (…) Στην Κατοχή (…) τον όποιο ρόλο τους, έστω και τον πιο μικρό, με αυταπάρνηση, με το αίμα τους, με τη ζωή τους, χωρίς καιροσκοπισμό και ιδιοτέλεια, χωρίς προοπτική ανταλλάγματος».
Πηγή: 33 μέρες σκληρής αναμέτρησης-Γιώργος Μαργαρίτης, καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής και Κοινωνικής Ιστορίας στο ΑΠΘ,
Στο κόκκινο.