Τα ταξιδιωτικά κείμενα της Ελένης Ξένου αποτελούν ανθρωπογεωγραφία και λογοτεχνικά σημειωματάρια μαζί. Αυτό είναι το Ταξίδι στη Σρι Λάνκα (μέρος γ)
Χθές βράδυ έβρεχε όλη νύχτα, καθάρισε η ψυχή μου, η φύση έχει όλα τα μυστικά και τα μοιράζει, δεν κρατάει τίποτα για την ίδια, αρκεί να μην είσαι ξεκομμένος από δαύτην κι’ όλα είναι εκεί, σε μια αέναη διδαχή. Μετά το πρόγευμα η Ίνα επιμένει να πάμε βόλτα στο Ταγκόλ, το Ταγκόλ είναι η πιο κοντινή πόλη, μοιάζει πιο πολύ με μεγάλο χωριό, σήμερα έχει λαϊκή αγορά στο κέντρο και θέλει, λέει, να αγοράσει μυρωδάτες κανέλες για τις κρύες νύχτες του χειμώνα.
Η Ίνα είναι από την Γερμανία, ζει σε μια πόλη που δεν την έχω ξανακούσει, δυσκολεύτηκα να συγκρατήσω το όνομα της, είναι μητέρα δύο αγοριών, πρώτη φορά μετά το γάμο της ταξιδεύει μόνη, της χρειάστηκε, λέει, ένα τέτοιο ταξίδι, όταν συνειδητοποίησε πόσο είχε αποσυνδεθεί από τον εαυτό της.
Σε λιγότερο από μισή ώρα ένα τουκ-τουκ μας περιμένει στην είσοδο του retreat για να μας μεταφέρει στην αγορά, προτού ξεκινήσουμε ζητάμε από τον οδηγό να μας βγάλει φωτογραφία καθισμένες στο πίσω κάθισμα, στην οροφή του τουκ τουκ είναι τυπωμένη η αφίσα των Πειρατών της Καραιβικής και από το καθρεφτάκι κρέμονται ένα σωρό μικροί βούδες, είναι τόσο εξωφρενικό αυτό το όχημα που σε κάνει να νιώθεις σαν παιδί σε λούνα πάρκ.
Διασχίζουμε σε αργή ταχύτητα λίμνες καλυμμένες με νούφαρα και χωματόδρομους πνιγμένους στο πράσινο, ένα σωρό αδέσποτα σκυλιά αράζουν στη μέση του δρόμου με την βεβαιότητα πως ο κίνδυνος να τα πατήσει αυτοκίνητο είναι απομακρυσμένος και μόνο λίγα δευτερόλεπτα προτού περάσει ξυστά από το πλάι τους βάζουν σε κίνηση τα αντανακλαστικά τους, κόβεται η ανάσα μου κάθε φορά που τα προσπερνάμε, ο οδηγός γελάει, μην ανησυχείς, λέει, σε σπασμένα αγγλικά, αυτά ξέρουν.
Περνάμε από ένα μεγάλο δρόμο γεμάτο με κιόσκια που πουλάνε καρύδες, γερασμένες φιγούρες κάθονται μέσα στην ζέστη με πολύχρωμα ρούχα, το βλέμμα τους αφημένο στην μοίρα και ταυτόχρονα προσαρμοσμένο στις εικόνες που περνούν από μπροστά τους, τους χαιρετάμε κουνώντας τα χέρια, απαντούν με ράθυμο χαμόγελο, ένα λεωφορείο μας προσπερνά, χάνουμε για λίγο επαφή.
Όσο διαρκεί η διαδρομή δεν μιλάμε μεταξύ μας, απορροφούμε ατμόσφαιρες, μυρωδιές, χρώματα και ήχους για να νιώσουμε στο δέρμα μας τη χώρα σαν ταξιδιώτες και όχι σαν τουρίστες, μεγάλη η διαφορά, οι πρώτοι είναι διευθετημένοι να περπατήσουν έξω από τα όρια τους, οι δεύτεροι μένουν προσκολλημένοι στις “τακτοποιημένες” ζωές τους και στα φίλτρα ασφαλείας.