«Βιαζόταν να καταδικάσει ό,τι ήταν διαφορετικό ή νέο επειδή προσπαθούσε να αποφύγει την αμηχανία που θα της προκαλούσε η κάθε είδους αμφισβήτηση...»
Εκείνο που με εξόργιζε ήταν ότι ένα απλό «πρέπει, δεν πρέπει» μπορούσε να γκρεμίσει, μέσα σε μια στιγμή, ό,τι είχα αρχίσει να δημιουργώ καθώς και τη χαρά που μου προκαλούσε η δημιουργία. Η αυθαιρεσία των διαταγών και των απαγορεύσεων αποδείκνυε ότι δεν ευσταθούσαν.DOCTV.GR | UNSPLASH
6 Φεβρουαρίου 2024
Με εξανάγκαζαν διαρκώς να κάνω διάφορα πράγματα, χωρίς ποτέ να μου εξηγούν την αναγκαιότητά τους. Στο βάθος εκείνου του νόμου, που με εξουθένωνε με την αμείλικτη σκληρότητά του -σκληρότητα πέτρας, διέκρινα μια απουσία που μου προκαλούσε ίλιγγο.
Μόνο τα βιβλία μπορούσαν να μου χρησιμεύσουν ως πρότυπα και όχι ο κόσμος με τις ωμότητές του.
Περιφρονούσε την επιτυχία που κατακτάται με την εργασία και την προσπάθεια˙ έλεγε πως, αν κάποιος είναι «γεννημένος για κάτι», διαθέτει ορισμένα προσόντα τα οποία τον καταξιώνουν ανά πάσα στιγμή στα μάτια των άλλων: προσόντα όπως η ευφυΐα, το ταλέντο, η γοητεία, η καταγωγή.Δεν μπορούσα να καταλάβω πως η μητέρα βιαζόταν να καταδικάσει ό,τι ήταν διαφορετικό ή νέο σε σχέση με τις απόψεις της, ακριβώς επειδή προσπαθούσε να αποφύγει την αμηχανία που θα της προκαλούσε η κάθε είδους αμφισβήτηση˙ διαισθανόμουν, όμως, ότι τα ασυνήθιστα λόγια και τα απρόοπτα σχέδια της τάραζαν τη γαλήνη. Η αίσθηση της ευθύνης μου για όλα αυτά, ενίσχυε την εξάρτησή μου.
Τα βιβλία, παρά τη συμβατικότητά τους, μου άνοιξαν νέους ορίζοντες˙ επιπλέον, η μαγεία της μεταμόρφωσης των τυπωμένων συμβόλων σε ιστορία, καθώς ήμουν νεοφώτιστη, ασκούσε ιδιαίτερη γοητεία επάνω μου και μου ήρθε η μεγάλη επιθυμία να αντιστρέψω εκείνη τη μαγεία.
Μόνο τα βιβλία μπορούσαν να μου χρησιμεύσουν ως πρότυπα και όχι ο κόσμος με τις ωμότητές του. Οι μέρες μου είχαν τη μονοτονία που διακρίνει την εναλλαγή των εποχών˙ η παραμικρή παρέκκλιση μου προκαλούσε την αίσθηση του εξαιρετικού και του παράδοξου.
Σκεφτόμουν πως, για έναν χριστιανό που έχει πεισθεί για τη μακαριότητα της μέλλουσας ζωής, ήταν απολύτως φυσικό να μη δίνει την παραμικρή αξία στα εφήμερα πράγματα˙ πώς, λοιπόν, οι περισσότεροι από αυτούς τους χριστιανούς προσαρμόζονταν στις καταστάσεις της εποχής τους;
Οι καταναγκασμοί που μου επιβάλλονταν δε με ενοχλούσαν τόσο, όσο εκείνοι που μου επέβαλλε η ανθρώπινη βούληση.
Οι καταναγκασμοί που μου επιβάλλονταν δε με ενοχλούσαν τόσο, όσο εκείνοι που μου επέβαλλε η ανθρώπινη βούληση. Μου ήταν πιο εύκολο να σκέφτομαι έναν κόσμο χωρίς δημιουργό, παρά έναν δημιουργό υπεύθυνο για όλες τις αντινομίες του κόσμου.Έβλεπα τον «εκλεκτό» μου σαν ένα πρόσωπο ολοκληρωμένο˙ για να παραμείνει στο δικό μου ύψος, του απέδιδα εξαρχής ιδιότητες οι οποίες ήταν για μένα ανεκπλήρωτα όνειρα. Ήταν το πρότυπο στο οποίο ήθελα να μοιάσω.
Στο μυαλό μου διαμόρφωνα την εικόνα μιας σκάλας όπου, ο σύντροφός μου, πιο επιδέξιος και δυνατός από εμένα, θα με βοηθούσε να την ανεβώ σκαλί σκαλί. Ήμουν περισσότερο ιδιοτελής, παρά γενναιόδωρη. Ήθελα να παίρνω χωρίς να δίνω. Αν χρειαζόταν να σέρνω κάποιον πίσω μου, θα μ’ έτρωγε η ανυπομονησία.
Ο άνδρας που προοριζόταν να γίνει δικός μου, δε θα έπρεπε να ήταν κατώτερος ή πολύ ανώτερός μου, ούτε διαφορετικός˙ ήθελα κάποιον που θα εγγυούταν για την ύπαρξή μου, χωρίς όμως να περιορίζει την ανεξαρτησία μου.
Δήλωσε ανοιχτά πως δεν έβλεπε καμία διαφορά ανάμεσα σε μια πόρνη και σε μια γυναίκα που κάνει συμβατικό γάμο. Πίστευε πως μια καλή χριστιανή θα όφειλε να σέβεται το σώμα της. Πόσο θα το σεβόταν, αν το παρέδιδε σ’ έναν άνδρα χωρίς αγάπη, για λόγους χρηματικούς ή οικογενειακούς;
Ακόμα και κατά τις πιο έντονες στιγμές της ζωής μου, έχω στο στόμα μια γεύση του τίποτα. Είχα αποφασίσει να παλέψω με όλες μου τις δυνάμεις για να εμποδίσω τη μετατροπή της ζωής της σε έναν ζωντανό θάνατο.
Από το αυτοβιογραφικό «Memoires d’ une jeune fille rangée» (1958) της Σιμόν ντε Μπoβουάρ (1908-1986). Η Σιμόν ντε Μπoβουάρ (9 Ιανουαρίου 1908 - 14 Απριλίου 1986) ήταν Γαλλίδα συγγραφέας, φιλόσοφος και φεμινίστρια. Υπήρξε σύντροφος του διάσημου υπαρξιστή φιλόσοφου Ζαν-Πολ Σαρτρ. Το γνωστότερο έργο της ήταν Το Δεύτερο Φύλο, μια φεμινιστική ανάλυση της γυναικείας ύπαρξης και της καταπίεσης των γυναικών. Άλλα έργα της που ξεχώρισαν ήταν Οι Μανδαρίνοι (1954) και Αναμνήσεις μιας καθώς πρέπει κόρης (1958). Η Μποβουάρ θεωρήθηκε η μητέρα του (μετά το 1968) φεμινισμού, με φιλοσοφικά γραπτά που συνδέθηκαν, αν και ήταν ανεξάρτητα, με τον σαρτριανό υπαρξισμό. Πέθανε από πνευμονία και θάφτηκε δίπλα στον Σαρτρ στο Κοιμητήριο Μονπαρνάς του Παρισιού.
Διαβάστε επίσης:
Εύχομαι τη νέα χρονιά να κάνεις λάθη
Δέκα αιλουροειδείς προτάσεις
Ρουκ: Πώς είναι ο κόσμος όταν λείπουμε;
εμφάνιση σχολίων