«Εγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη ... Βρήκαμε τη στάχτη. Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας, τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα». Από το Τετράδιο γυμνασμάτων: 1928-1937 του Γιώργου Σεφέρη
Από τότες είδα πολλά καινούργια τοπία· πράσινουςDOCTV.GR | UNSPLASH
20 Ιουλίου 2022
κάμπους που σμίγουν το χώμα με τον ουρανό,
τον άνθρωπο με το σπόρο,
μέσα σε μιαν ακαταμάχητη υγρασία
·πλατάνια και έλατα·
λίμνες με τσαλακωμένες οπτασίες
και κύκνους αθάνατους γιατί έχασαν τη φωνή τους
- σκηνικά που ξετύλιγε ο θεληματικός
σύντροφός μου,
ο πλανόδιος εκείνος θεατρίνος, καθώς έπαιζε το μακρύ βούκινο που του είχε ρημάξει τα χείλια,
και γκρέμιζε με μια στριγκιά
φωνή, ό,τι πρόφταινα να χτίσω,
σαν τη σάλπιγγα στην Ιεριχώ.
Είδα και μια παλιά εικόνα σε κάποια χαμηλοτάβανη
αίθουσα· τη θαύμαζε πολύς λαός. Παράσταινε
την ανάσταση του Λαζάρου.
Δε θυμάμαι ούτε το Χριστό
ούτε το Λάζαρο. Μόνο, σε μια γωνιά,
την αηδία ζωγραφισμένη
σ' ένα πρόσωπο που κοίταζε
το θαύμα σα να το μύριζε.
Αγωνιζότανε να προστατέψει την ανάσα του
μ' ένα πελώριο πανί που του κρεμότανε
από το κεφάλι.
Αυτός ο κύριος της "Αναγέννησης"
μ' έμαθε να μην περιμένω
πολλά πράματα από τη δευτέρα παρουσία ...
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε.
Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε.
Αγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν
εγκαταλείψετε τη ζωή σας.
Εγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη ...
Βρήκαμε τη στάχτη. Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή
μας, τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα.
Φαντάζομαι, εκείνος
που θα ξανάβρει τη ζωή, έξω από τόσα χαρτιά,
τόσα συναισθήματα,
τόσες διαμάχες και τόσες διδασκαλίες,
θα είναι κάποιος σαν εμάς,
μόνο λιγάκι πιο σκληρός στη μνήμη.
Εμείς, δεν μπορεί, θυμόμαστε ακόμη τι δώσαμε.
Εκείνος θα θυμάται μονάχα
τι κέρδισε από την κάθε του
προσφορά. Τι μπορεί να θυμάται μια φλόγα;
Α θυμηθεί λίγο λιγότερο απ' ό,τι χρειάζεται,
σβήνει· α θυμηθεί λίγο
περισσότερο απ' ό,τι χρειάζεται,
σβήνει. Να μπορούσε να μας διδάξει,
όσο ανάβει, να θυμόμαστε σωστά. Εγώ
τελείωσα· να γινότανε τουλάχιστο
να αρχίσει κάποιος άλλος από κει
που τελείωσα εγώ. Είναι ώρες που έχω
την εντύπωση πως έφτασα στο τέρμα,
πως όλα είναι στη θέση τους,
έτοιμα να τραγουδήσουν συνταιριασμένα.
Η μηχανή στο σημείο να ξεκινήσει.
Μπορώ μάλιστα να τη
φανταστώ σε κίνηση, ζωντανή,
σαν κάτι ανυποψίαστα καινούργιο.
Αλλά υπάρχει κάτι ακόμα· ένα απειροελάχιστο
εμπόδιο, ένα σπυρί της άμμου, που μικραίνει,
μικραίνει χωρίς να είναι δυνατό να εκμηδενιστεί.
Δεν ξέρω τι πρέπει να πω
ή τι πρέπει να κάνω.
Το εμπόδιο αυτό μου παρουσιάζεται κάποτε
σαν ένας κόμπος δάκρυ χωμένος
σε κάποια κλείδωση της ορχήστρας που θα την κρατά
βουβή ώσπου να διαλυθεί.
Κι έχω το ασήκωτο συναίσθημα
πως ολόκληρη η ζωή που μου απομένει δε θα 'ναι
αρκετή για να καταλύσει αυτή τ
η στάλα μέσα στην ψυχή μου.
Και με καταδιώκει η σκέψη πως
αν μ' έκαιγαν ζωντανό
αυτή η επίμονη στιγμή θα παραδινότανε τελευταία.
Ποιος θα μας βοηθούσε; Κάποτε,
όταν ήμουν ακόμη
στα καράβια, ένα μεσημέρι τον Ιούλιο,
βρέθηκα μόνος σε κάποιο νησί,
σακάτης μέσα στον ήλιο.
Ένα καλόμελτέμι μου έφερνε
στοργικούς στοχασμούς,
όταν ήρθανκαι κάθισαν λίγο παραπέρα,
μια νέα γυναίκα με διάφανο φουστάνι,
που άφηνε να ζωγραφίζεται το κορμί της,
λιγνό και θεληματικό σα ζαρκαδιού,
κι ένας σιωπηλός άντρας που,
μια οργιά μακριά της, την κοίταζε στα μάτια.
Μιλούσαν μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα.
Τον εφώναζε Τζιμ.
Τα λόγια τους όμως δεν είχαν κανένα βάρος
και οι ματιές τους σωφιλιασμένες
και ακίνητες άφηναν τα μάτια τους τυφλά.
Τους συλλογίζομαι πάντα γιατί είναι
οι μόνοι άνθρωποι,
που είδα στη ζωή μου να μην έχουν
το αρπαχτικό ή το κυνηγημένο ύφος
που γνώρισα σ' όλουςτους άλλους.
Το ύφος εκείνο που τους κάνει ν' ανήκουν
στο κοπάδι των λύκων ή στο κοπάδι των αρνιών.
Τους συναπάντησα πάλι την ίδια μέρα
σ' ένα από τα νησιώτικα κλησάκια
που βρίσκει κανείς όπως παραπατά και
τα χάνει μόλις βγει.
Κρατούσαν πάντα την ίδια απόσταση
κι έπειτα πλησίασαν και φιληθήκανε.
Η γυναίκα έγινεμια θαμπή εικόνα και χάθηκε,
μικρή καθώς ήταν.
Ρωτιόμουν αν ήξεραν πώς είχαν βγει
από τα δίχτυα του κόσμου ...
Είναι καιρός να πηγαίνω.
Ξέρω ένα πεύκο που σκύβει
κοντά σε μια θάλασσα. Το μεσημέρι,
χαρίζει στο κουρασμένο
κορμί έναν ίσκιο μετρημένο σαν τη ζωή μας,
και το βράδυ, ο αγέρας περνώντας
μέσα από τα βελόνια του,
πιάνει ένα περίεργο τραγούδι,
σαν ψυχές που κατάργησαν
το θάνατο, τη στιγμή που ξαναρχίζουν
να γίνουνται δέρμα και χείλια.
Κάποτε ξενύχτησα κάτω από αυτό το δέντρο.
Την αυγή ήμουνα καινούργιος σα να με
είχαν κόψει την ώρα εκείνη από το λατομείο.
Α! να ζήσει κανείς τουλάχιστο έτσι, αδιάφορο.
Λονδίνο, 5 Ιουνίου 1932
Τετράδιο γυμνασμάτων: 1928-1937 του Γιώργου Σεφέρη, εκδ. Ίκαρος. Ο Γεώργιος Σεφέρης γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1900. Ο ίδιος και ο Οδυσσέας Ελύτης είναι οι μόνοι έλληνες ποιητές που έχουν τιμηθεί με Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η ποίησή του επηρεάστηκε από τον Τ.Σ. Έλιοτ και τον Έζρα Πάουντ. Το γεγονός όμως που χάραξε ανεξίτηλα τη σφραγίδα του στη συνείδηση του ποιητή ήταν η εθνική καταστροφή του 1922 κι ο ξεριζωμός του μικρασιατικού ελληνισμού. Κινείται στις λογοτεχνικές κατηγορίες της ποίησης, της πεζογραφίας, των δοκιμίων, των μεταφράσεων και των μελετών. Η σκέψη και η γραφή του ανανέωσαν τον προσανατολισμό της νεοελληνικής λογοτεχνίας, συνδυάζοντας τη γνώση της παράδοσης με τα παγκόσμια ιδεολογικά ρεύματα.
Δείτε επίσης:
Σεφέρης: Η Δήλωση
Σεφέρης: Ο τόπος αυτός που μας εξευτελίζει
Σεφέρης: Την αδικία την πληρώνουμε όλοι
Σεφέρης: Προσπαθώ να σωθώ με την αγάπη
εμφάνιση σχολίων