«Ο άνθρωπος που δημιουργεί πρέπει να ελπίζει πως κάποτε θ’ αλλάξουν τα πράγματα και ν’ αγωνιστεί γι αυτό». Συνέντευξη του Νίκου Ξυλούρη στη Λιάνα Κανέλλη, για το περιοδικό Επίκαιρα, το 1976, αριθμός τεύχους 392
Σ’ αρέσει η ζωή της πρωτεύουσας Νίκο;DOCTV.GR
7 Ιουλίου 2022
– Όχι, όχι καθόλου, αλλά είμαι ευχαριστημένος από άλλα πράγματα.
Επαγγελματικά;
– Ναι. Αλλά περισσότερο απ’ την αγάπη που μού ’χει ο κόσμος. Αυτό με συγκινεί πολύ. Δεν ήρθα για να κάτσω εδώ. Έτσι για να τραγουδήσω σ’ ένα μαγαζί. Και να μην ερχόμουνα εδώ το πράγμα θα γινόταν έτσι.
Τι δεν σ’ αρέσει σε τούτη την πολιτεία;
– Με πνίγει. Γενικά η πόλη με πνίγει. Στην Κρήτη ήμουνα κοντά στη φύση. Μ’ όλο που ζούσα στο Ηράκλειο ήταν εύκολο να πας στο χωριό, να καθίσεις.
Στην πορεία της κουβέντας βρήκα το κλειδί της ζωής και των αντιφάσεων τού καλλιτέχνη και του ανθρώπου που λέγεται Ξυλούρης. Η ζωή του, η διήγησή του χωρίζεται στα δυο κάθε τόσο με μια έκφραση: «Ναι, και πριν έρθω εδώ και μετά». Ορόσημο, ο ερχομός του στην Αθήνα. Κι ο ίδιος δεν θέλει να το παραδεχτεί. Όχι τόσο επαγγελματικό όσο ουσιαστικό. Προσαρμόστηκε σαν ρομπότ. Άφησε το καφενείο και τα πρόβατα του πατέρα, «τα περβολάκια, τ’ αμπελάκια» τους, έξη αδέρφια και μια μάνα που θα δουλεύει ως την τελευταία της πνοή, γιατί αλλιώς «θα σκάσει», για να γίνει λυράρης. Τραγούδησε σε όλο το νησί. Δεν τόχε όνειρο από μικρός να γίνει τραγουδιστής.
– Πρωτόπιασα λύρα στα 12 και στα 15 έκανα κιόλας διασκεδάσεις. Μετά έπεσα στο επάγγελμα. Τώρα είμαι πολύ επαγγελματίας. Μ’ αρέσει η δουλειά. Δεν ήμουνα όμως έτσι. Ήμουνα άνθρωπος όπως ερχότανε, ό,τι ερχότανε. Και έτσι είμαστε όλοι οι Κρητικοί.
– ...Ξέρεις, είμαστε τρία αδέρφια, τραγουδιστές και μουσικοί. Είμαστε πολύ αγαπημένα αδέρφια. Μερικοί δημοσιογράφοι προσπάθησαν να μας κάνουν κακό. Δεν βαριέσαι όμως, είμαστε καλή οικογένεια και αγαπιόμαστε.
Έχεις διατηρήσει τις φιλίες σου;
– Όλες. Άμα είναι ο φίλος καλός. Και καλός να μην είναι, τον κάνω εγώ.
Τα πιο πολλά στην καριέρα σου σε ποιόν τα οφείλεις;
– Κι ο Μαρκόπουλος κι ο Ξαρχάκος με βοήθησαν πολύ. Όμως εμένα γενικά δεν με πήρανε να με κάνουνε τραγουδιστή. Να μου δώσουνε σουξέ. Ήμουνα. Με αξιοποιήσαμε. Μου κάνανε καλό, αλλά νομίζω ότι κι εγώ έχω προσφέρει. Όλα μπορώ να τα τραγουδήσω. Στην Κρήτη, όταν χρειαζόταν στη δουλειά μου, έλεγα και ξένα ακόμα τραγούδια.
Είμαι μια ρίζα. Ένα τραγούδι ρίζα. Σαν την «Ξαστεριά»
Πες μου, απ’ τη δουλειά σου κερδίζεις πολλά;– Όχι, δεν κερδίζω. Απλώς περνάω. Γιατί όσο πιο πολλά βγάζεις τόσο πιο πολλά ξοδεύεις. Πάντως δεν λέω ότι υστερούμαι. Περνάω πάρα πολύ καλά. Μέχρι στιγμής, μπορεί να σου φανεί και παράξενο, κάνω πολλά χρόνια τον τραγουδιστή, δεν έχω κάνει τίποτα που να μπορώ να πω: Αυτό τόκαμα με τη δουλειά μου. Δεν μένει τίποτα. Δεν βγάζω τόσα. Μη νομίζεις πως μου δίνεται κι η ευκαιρία. Ας νομίζει ο κόσμος. Να σου πω ένα πράμα.Μερικοί από μας που δεν είχαμε και διαφήμιση είμαστε καταδικασμένοι. Κι από εταιρία κι απ’ το κέντρο κι απ’ το κράτος.
Μα μέσα στα εφτάχρονα της σκοτεινιάς, τραγούδησες για ξαστεριά. Πολύ κουβέντα για λευτεριά, για λεβεντιά.
– Έχεις δίκιο, μα δεν είναι μονάχα πολιτικοί οι λόγοι. Τώρα το τραγούδι είναι σε καλή κατάσταση. Καλοί συνθέτες, καλές δουλειές. Πάψανε να κάνουνε τραγουδάκια, να μπαίνουνε μέσα, σουξέ που λένε. Κι εμένα δεν μ αρέσει να κάνω ένα τραγούδι για να γίνει επιτυχία.
Προτιμάς το τραγούδι με μηνύματα;
– Αναλόγως, τα μηνύματα.
Τα τραγούδια παντιέρα, λοιπόν. Τα επαναστατικά;
– Πρώτα πρώτα αυτά που έχουνε καλό στίχο. Και τα ερωτικά τραγούδια έχουνε μηνύματα. Κι ο «Ερωτόκριτος» έχει τόσο πολλά κι είναι τραγούδι αγάπης. 'Έτσι είμαι. Μια ρίζα. Ένα τραγούδι ρίζα. Σαν την «ξαστεριά». Οπόταν κι αν το πω, το ίδιο αποτέλεσμα φέρνει.
Σου άλλαξαν τα λεφτά το χαρακτήρα;
– Τα μισώ τα χρήματα. Μα το Θεό δεν βαστώ ποτέ μου. Όχι πως θέλω να το πω, αλλά σ’ ορκίζομαι σε ό,τι ιερό έχω. Όλο τον καιρό που δουλεύω εδώ, ο κόσμος με βλέπει ό,τι ώρα θέλει. Βλέπεις, δεν τραγουδάω πουθενά για τα 30 χιλιάρικα και μετά να εξαφανίζομαι. ’Εγώ είμαι μέσα στον κόσμο. Και στο μαγαζί και στο δρόμο. Ανάγκες υπάρχουνε... Δεν μου λείπουνε τα λεφτά. Όποιος έχει ανάγκη έρχεται και με βρίσκει. Το ξέρουνε. Πάντα. Όχι τώρα. Και στην Κρήτη πού ήμουνα.
Έχεις αυτοκίνητο όμως.
-Τόχα απ’ την Κρήτη. Δεν τόκαμα εδώ. Για μένα να κάνω αυτοκίνητο εδώ, τώρα, είναι πολύ δύσκολο. Αλλά το χρειαζόμουνα για να γυρίζω την Κρήτη σα λυράρης. Το μισώ τ' αυτοκίνητο. Πας δέκα βήματα με τα πόδια, βλέπεις πέντε ανθρώπους. Σου λένε: γεια σου Νίκο, τι κάνεις Νίκο. Πίνουμε κι έναν καφέ. Και είναι και υγεία. Εγώ είχα μάθει να βαδίζω.
Θα άφηνες το γιο σου να γίνει τραγουδιστής, λυράρης;
– Όχι. (Τόπε κοφτά). Έχω δει πολλά. Μεγάλη ατιμία. Για να τον κάνω τον γιο μου καλλιτέχνη είναι σα να του λέω γίνε άτιμος. Αυτό τα λέει όλα. Μεγάλη βρωμιά. Πώς να φάει ο ένας τον άλλο, να καταστρέψει. Έχεις αξία; Θα σε θάψουνε. Ανεβάζουνε όποιον θένε, κι όποιον θένε κατεβάζουνε. Και αν εσώθηκα εγώ, είναι γιατί ήταν το «Τσίρκο». Εκεί φαινόμουνα κάθε βράδυ, κι έμεινα κοντά στον κόσμο. Επέπλευσα. Είμαι πολύ πικραμένος. Και αν τα εγκαταλείψω καμιά φορά γι αυτά θά ’τανε. Αλλά λέω θα τους εξυπηρετήσω, και δεν το κάνω. Ήμουνα μια χαρά εκεί. Τα λέω και δεν έχω κανένα να φοβηθώ. Κι αν δεν είχα την αγάπη του κόσμου θα τα παρατούσα και θά ’φευγα. Θα πήγαινα στην ησυχία μου. Σου είπα και προηγουμένως ότι δεν ήμουνα κάποιος που τον πήραν και τον έκαναν τραγουδιστή.
– Ο Μαρκόπουλος με βοήθησε να βρω κουράγιο στην αρχή. Κι ο Ξαρχάκος. Μου δώσανε δουλειά. Αλλά δεν έχουμε υποστήριξη από το κράτος. Ευτυχώς που υπάρχουνε καλοί συνθέτες. Το βλέπεις και από την κασετοπειρατεία. Δεν κάνει τίποτα το Κράτος. Τίποτα. Και μπορεί. Αλλά αδιαφορεί. Όσο για τις εταιρίες... Τον τραγουδιστή τον έχουν για να τον εκμεταλλεύονται. Να τον ξεζουμίζουν. Μέχρι πού σκέφτομαι καμιά φορά ότι συνεργάζονται οι εταιρίες στην κασετοπειρατεία. Ότι παίρνουνε ποσοστά. Νομίζω. Υποψιάζομαι. Έτσι θα έλεγα αν με ρωτούσες.
Να γράψεις και για την τηλεόραση. Είναι αίσχος δηλαδή. Παίρνουνε τις εκπομπές αυτοί που παίρνανε και κατά την εφταετία. Και στο ραδιόφωνο και παντού. Δεν έχει αλλάξει τίποτα. Έχουμε μόνο τον Χατζιδάκι εκεί πέρα πού ’χει κάνει πολλά πράγματα και παλεύει. Στην τηλεόραση είναι πάλι εφταετία.
Τι σ’ ανησυχεί, Νίκο Ξυλούρη. Το βλέπω στο βάθος των ματιών σου. Τι σε φοβίζει;
– Στην καρδιά του ανθρώπου η βρωμιά και στην καρδιά του τόπου η διχόνοια. Πρέπει όλοι εμείς να μονιάσουμε για να πάει μπροστά τούτος ο τόπος. Δεν είναι καλό κάτι; Να το σβήσουμε όλοι μαζί. Είναι; Να το σπρώξουμε όλοι μαζί. Να το υποστηρίξουμε. Εμείς αυτό είναι το πιο σπουδαίο που πρέπει να κάνουμε.
Τι σε τρομάζει;
– Η κακία. Η κακία με τρομάζει.
Θα σκότωνες ποτέ σου; Ξαφνιάστηκε. Αλλά απάντησε:
– Άμα απειλούσανε κάποιο δικό μας, ναι. Δύσκολη ερώτηση. Μόνο για άμυνα.
Τί γνώμη έχεις για τις γυναίκες; Τον μετρούσα με ξαφνικά θέματα. Δεν τον ένοιαζε όμως.
– Ό άντρας πρέπει νά ’ναι άντρας κι η γυναίκα, γυναίκα. Μερικά πράγματα δεν μπορεί να τα κάνει η γυναίκα.
Οι άντρες κλαίνε. Κλαίω και για στενοχώρια. Κι όταν μ’ αρέσει κάτι
Σαν τί δηλαδή;– Εγώ μπορώ ν’ ανεβώ στον Ψηλορείτη που θέλει τέσσερις ώρες ως την κορφή στο άψε σβήσε, κι αυτή να φάει μια μέρα. Χαμογέλασε παιδιάστικα. Μεγάλωσε με τις φροντίδες τριών αδερφάδων και μιας μάνας.
– Απ’ το πρωί ως το βράδυ με φροντίζανε. Τα στιβάκια μου, όλα. Κι εγώ φώναζα. Αλλά έτσι θέλουνε. Έχω λίγο συνηθίσει. Μπορεί η γυναίκα να γίνει και προεδρίνα. Αλλά όλα είναι εύκολα σήμερα. Κι η ζωή είναι ωραία άμα την παλέψεις. Άμα την ψάξεις, την αναζητήσεις.
Πως αισθάνεσαι σαν καλλιτέχνης μέσα στον κόσμο τον σημερινό; Σκέφτεται λίγο, κουνάει και το κεφάλι στωικά.
– Ο άνθρωπος που δημιουργεί πρέπει, να ελπίζει πως κάποτε θ’ αλλάξουν τα πράγματα και ν’ αγωνιστεί γι αυτό. Πολλοί νέοι κυκλοφορούνε με το σεξουαλικό βιβλιαράκι στην τσέπη. Οι σκηνοθέτες κάνουνε πορνό για να εντυπωσιάσουνε. Πρέπει ν’ αλλάξουν όλα τούτα και θα παλέψουμε. Πιστεύω και στο Θεό. Έτσι όπως βαδίζουμε σ’ όλο τον κόσμο για την καταστροφή, τι να πω. Αλλά είμαι αισιόδοξος.
Τα ναρκωτικά;
– Να σου πω μια ιστορία. Βιαζόμουνα να πάω στο θέατρο. Τρακάρισα μ’ έναν ηλικιωμένο με την γυναίκα και την κόρη του στ’ αμάξι. Δεν πειράζει, θα τα κανονίσουν οι ασφάλειες. Και λέει η κόρη του - για καλό βέβαια η κοπέλα: Μπαμπά, είναι ο κύριος Ξυλούρης. Κι αρχίζει αυτός. «Α! Έχεις πιει τα χασίσια σου, τα ναρκωτικά σου και πας τώρα να τραγουδήσεις. Βέβαια θα σκοτώσεις κι ανθρώπους». Εγώ πέθανα. Μα το Θεό αν μού ’παιζες δέκα μαχαιριές δεν θά ’βγαζα σταλιά αίμα. Κοίταξε, λέω, σε ποιά κατηγορία μας έχουν εμάς τους καλλιτέχνες. Δεν φεύγει απ’ το μυαλό μου. Αυτό τα λέει όλα.
Κλαις συχνά;
– Ναι. Συγκινιέμαι εύκολα. Οι άντρες κλαίνε. Οι γυναίκες είναι δυνατές, σκληρές, όσο κι ευαίσθητες νά ’ναι. Κλαίω και για στενοχώρια. Κι όταν μ’ αρέσει κάτι.
– Θέλω να τραγουδήσω δικά μου τραγούδια. Κι άλλα καλά τραγούδια με γερό στίχο κι από καλούς συνθέτες. Να κάνω τον «Ρωτόκριτο» δίσκο.
Και μετά;
– Μετά να πάω στην Κρήτη. Να τακτοποιηθώ εκεί. Να στεριώσω δηλαδή όπως ήμουνα. Και ακούς εκεί; Ήρθε ένας δήμαρχος και μούπε πως προσπαθούνε στο νησί να ξεσηκώσουνε τους Κρητικούς να ζητήσουν ανεξαρτησία. Μετά από τόσους αγώνες για να ενωθούμε, με την Ελλάδα μας. Μας βάζουνε πάλι φιτιλιές. Κοντεύω να πεθάνω. Σε παρακαλώ, γράψτο κι αυτό. Πάνε να βάλουνε φωτιά στην Κρήτη όπως και στην Κύπρο...
Έφυγα με την αίσθηση ότι είχα κουβεντιάσει μ’ ένα κομμάτι γης. Γης στέρεης, βραχοσύστατης. Που δεν λασπώνει εύκολα, κι έχει νερό πολύ στις πηγές της. Δεν είπε μεγάλες κουβέντες, ο Ξυλούρης. Αγωνίζεται σιωπηλά. Μόνο το τραγούδι του, κεφάτη κρητική μαντινάδα, «Ερωτόκριτος» η φωνή βγαλμένη απ’ τα σωθικά αυτού του τόπου, τραβάει τις νυστεριές του. Φρόνιμα «δεν χάνεται στα πάθη» [Για κείνον πού ’ναι φρόνιμος δεν χάνεται στα πάθη/ Το ρόδο κι ο όμορφος ανθός φυτρώνει μες στ’ αγκάθι]. Γιατί τα μάτια του άστραφταν και χαμογέλαγαν τραγουδώντας: Ο άντρας κάνει τη γενιά κι όχι η γενιά τον άντρα/ σαν είν’ ο τράγος δυνατός δεν τόνε στένει η μάντρα...