«Πέρασα 30 ημέρες στην πιάτσα ναρκωτικών του Πεδίου του Άρεως για να διαμορφώσω τη δική μου κρίση για το πρεζεμπόριο στο Πάρκο». Από τον Δημήτρη Καλατζή
Την πρώτη φορά που κάποιος νεαρός ξεπήδησε από τους θάμνους του Πεδίου του Άρεως και με ρώτησε «πρέζα ή σίσα θέλεις φίλε;», αναρωτήθηκα αν η εμφάνισή μου είχε κάτι που έμοιαζε με εκείνη χρήστη ουσιών. Με τον καιρό κατάλαβα ότι ούτε οι «πελάτες» έχουν συγκεκριμένη εμφάνιση, ούτε οι «πωλητές» της πρέζας κάνουν διακρίσεις.BLOGGING
7 Μαΐου 2018
Πέρασα τριάντα ημέρες στην πιάτσα ναρκωτικών του Πεδίου του Άρεως για να διαμορφώσω τη δική μου κρίση για το πρεζεμπόριο στο Πάρκο χωρίς να βασίζομαι σε διηγήσεις άλλων, παρακολουθήσεις εξ αποστάσεως ή – ακόμα χειρότερα – αποστειρωμένα στοιχεία «ερευνών». Για τριάντα ημέρες πήγαινα στην πιάτσα από το πρωί μέχρι το απόγευμα ή από το μεσημέρι μέχρι το βράδυ – τις νύχτες πάντα έφευγα λόγω φόβου.
Τις πρώτες ημέρες παρατηρούσα την κίνηση από τα παγκάκια της «λεωφόρου Ηρώων». Χρειάστηκε να κεράσω αρκετά τσιγάρα, κρουασάν και «ενεργειακά ποτά» για να πλησιάσω ένα – δυο εξαρτημένους και να με βάλουν σιγά σιγά στα ενδότερα της πιάτσας, ώστε να γνωρίσω μία ζωή που είναι «σαν να περπατάς πάνω σε αυγά, έτοιμα να σπάσουν», όπως λέει ο Άλεξ. -«Και σπάνε;» -«Ναι, πολύ συχνά δυστυχώς σπάνε…».
Μέρα με την ημέρα έγινα για τους τοξικοεξαρτημένους «αυτός που δεν “πίνει” αλλά θέλει να γράψει στο blog του για εμάς…». Αν κατάφερα να κερδίσω την εμπιστοσύνη τους; Σαφώς όχι. Δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στις πιάτσες της πρέζας. Μόνο συναλλαγή και ενίοτε λίγη συμπάθεια.
Πολλοί δεν θέλησαν να μου μιλήσουν. Άλλοι όμως δήλωσαν πρόθυμοι να δώσουν ακόμα και το όνομά τους για “να γίνει γνωστή και η δική μας ζωή στον κόσμο”. Τους δημοσιογράφους γενικά τους σιχαίνονται, καθώς κάποια τηλεοπτικά συνεργεία είχαν μπει στην πιάτσα με τη συνοδεία της αστυνομίας και τους είχαν επιβάλει να μιλήσουν. Εγώ πήγα χωρίς κάμερα. Μόνο με ένα σημειωματάριο. Κι έδειξα διάθεση να ακούσω και να μάθω χωρίς να κριτικάρω…
Τα «πρωτοπαλίκαρα» είναι 30 με 40 χρονών, ντυμένοι με καθαρά, ακριβά σπορ ρούχα και στέκονται σε σημεία που μπορούν να ελέγχουν το εμπόριο και τους εξαρτημένους
ΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ: Η πιάτσα εμπορίου ναρκωτικών στο Πεδίον του Άρεως ελέγχεται από ένα αυστηρά ιεραρχημένο κύκλωμα «Αφγανιστανών», όπως τους λένε οι Έλληνες χρήστες, συνδυάζοντας την αφγανική και πακιστανική καταγωγή των μελών του.Υπάρχει ο «μεγάλος» που κανείς δεν έχει δει αλλά όλοι του αποδίδουν τεράστια εξουσία και διασυνδέσεις σε πολλά επίπεδα και υπάρχουν οι δύο επόμενοι της ιεραρχίας που εμφανίζονται για λίγο στην πιάτσα και μιλάνε μόνο με τα «πρωτοπαλίκαρα» τους. Ο ένας «υπαρχηγός» είναι ένας 45άχρονος ασιάτης που φορά συνήθως τυπικό κοστούμι χωρίς γραβάτα κι ο άλλος, μεγαλύτερος σε ηλικία, ντύνεται εκκεντρικά και, όταν έρχεται, του στήνουν καρέκλα/θρόνο για να κάτσει προς τη πλευρά της Μαυρομματαίων και να παρακολουθεί την κίνηση στο δρόμο. Οι «υπαρχηγοί» μοιάζουν κάπως με «φυλάρχους» που όλοι υπηρετούν με σεβασμό αν όχι δουλικότητα.
Τα «πρωτοπαλίκαρα» – εντόπισα τουλάχιστον πέντε κατά τις ημέρες που ήμουν στην πιάτσα – είναι 30 με 40 χρονών, ντυμένοι με καθαρά, ακριβά σπορ ρούχα και στέκονται σε σημεία που μπορούν να ελέγχουν όλο το εμπόριο και τους εξαρτημένους. Είναι εκείνοι που επιβάλουν την τάξη όταν δημιουργούνται προστριβές, μπορούν να διώξουν από την πιάτσα άτομα που δημιουργούν προβλήματα (όχι απαραίτητα με βία αλλά με κόψιμο της διάθεσης ναρκωτικών) και προφυλάσσουν τον χώρο (με στιλέτα, ακόμα και χατζάρες) από εισβολές άλλων ομάδων πωλητών (κυρίως ρομά).
Δίνουν την εικόνα ότι σφύζουν από υγεία, είναι γυμνασμένοι και αυστηροί. Φροντίζουν να διοχετεύουν την κατάλληλη ποσότητα ναρκωτικών στους ντίλερς από «καβάντζες» που διατηρούν στο Πάρκο, ώστε να μην κινδυνεύσει πολύ εμπόρευμα σε πιθανή επιχείρηση της αστυνομίας. Τα «πρωτοπαλίκαρα» σπάνια κάνουν συναλλαγές με πελάτες λιανικής, εξυπηρετούν όμως εκείνους που έρχονται από άλλα σημεία της Αθήνας για να πάρουν μεγαλύτερες ποσότητες ναρκωτικών. Οι χρήστες τους περιγράφουν ως σκληρούς ανθρώπους που «μεγάλωσαν στην πατρίδα τους, πατώντας πάνω σε πτώματα και δεν τους έχει μείνει καθόλου ανθρωπιά».
Τα «πρωτοπαλίκαρα» συχνά κάνουν επίδειξη των γνώσεών τους στις πολεμικές τέχνες για να είναι σίγουροι ότι όλοι καταλαβαίνουν ποιος «κάνει κουμάντο» στην πιάτσα, έχουν παγωμένο βλέμμα και απόλυτη ψυχραιμία. Μου το επεσήμαναν κάποιοι χρήστες αλλά το παρατήρησα κι ο ίδιος ότι ακόμα και τις σπάνιες φορές που κάνουν χρήση ναρκωτικών (πίνουν μόνο σίσα), φαίνονται να διατηρούν απόλυτη διαύγεια και λειτουργικά αντανακλαστικά…
Οι περισσότεροι ντίλερς γνωρίζουν ελάχιστα ελληνικά –ουσιαστικά μόνο τα ονόματα των ναρκωτικών και δεν είναι «καμένοι» από τη χρήση
Στη βάση της ιεραρχίας βρίσκονται οι ντίλερς. Πρόκειται ουσιαστικά για παιδιά από 15 μέχρι 25 χρονών με απίθανο ενθουσιασμό να πουλήσουν το εμπόρευμα τους. Κάποιοι κυκλοφορούν με ποδήλατα για να “ψαρεύουν” πιο γρήγορα τους πελάτες, άλλοι χαμογελούν για να κάνουν τους αγοραστές να νιώθουν μεγαλύτερη ασφάλεια και λίγοι – μάλλον οι πιο «άγουροι» – μπαίνουν σε διαμάχες με «συναδέλφους» τους για το ποιος θα κερδίσει περισσότερους πελάτες, κάνοντας εκπτώσεις και προσφορές στα δείγματα που κρατούν. Οι περισσότεροι γνωρίζουν ελάχιστα ελληνικά – ουσιαστικά μόνο τα ονόματα των ναρκωτικών και τα χρήματα που ζητάνε. Οι ντίλερς δουλεύουν σε βάρδιες, δεν κοιμούνται τα βράδια στο Πάρκο ή το Green Park, και σίγουρα δεν είναι «καμένοι» από τη χρήση – αν υποθέσουμε ότι κάνουν χρήση… Είναι άλλωστε, όπως έγραψα ήδη, πολύ νέοι ακόμα.ΤΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ: Στο Πεδίον του Άρεως πωλούνται κυρίως τριών ειδών ναρκωτικά: πρέζα, σίσα και μπούμπλε. Όπως λένε οι παλαιοί χρήστες, είναι άθλιας ποιότητας (“χωματόσκονη”) αλλά εξαιρετικά δυνατά. Η πρέζα πωλείται σε μορφή «βραχάκι» – κάτι σαν μικροσκοπικά γκρι βοτσαλάκια. Λένε ότι στην πραγματικότητα δεν περιέχει ηρωίνη αλλά άλλες συνθετικές ουσίες. Τα «βραχάκια» συνθλίβονται από τους χρήστες με τη βοήθεια πιστωτικών καρτών και σουγιάδων και, αφού γίνουν «πούδρα», ρουφιούνται από τη μύτη με τη βοήθεια αυτοσχέδιων χάρτινων κυλινδρικών κατασκευών ή πλαστικών σωλήνων – σαν χοντρά καλαμάκια είναι. Η πρέζα που πωλείται στο Πεδίον του Άρεως είναι πολύ ισχυρή. Λίγα λεπτά μετά την αναρρόφηση, οι χρήστες πέφτουν σε έναν ανήσυχο λήθαργο για να ξυπνήσουν στη συνέχεια τραυλίζοντας και με μεγάλη δυσκολία να μπορούν να κάνουν κάποιον διάλογο.
Το σίσα είναι το πιο διαδεδομένο ναρκωτικό της πιάτσας του Πεδίου του Άρεως.
Το σίσα είναι το πιο διαδεδομένο ναρκωτικό της πιάτσας του Πεδίου του Άρεως. Στις 30 ημέρες που έμεινα εκεί συνάντησα πολλούς εξαρτημένους να έρχονται από άλλες πιάτσες για να «πιούν σίσα» και να επιστρέφουν στις δικές τους πιάτσες, όπου, όπως ισχυρίζονταν, η πρέζα είναι πολύ καλύτερης ποιότητας. Το σίσα (στα Αφγανικά σημαίνει γυαλί) είναι μία συνθετική λευκή σκόνη, η οποία αποκαλείται και «κοκαΐνη των φτωχών». Για τους εξωτερικούς πελάτες προσφέρεται σε διάφανα σακουλάκια των 25 ευρώ, ενώ για τους μόνιμους της πιάτσας διανέμεται στα ατομικά τους «πάιπς», ανάλογα με τα χρήματα που διαθέτουν: ένα, δύο ή τρία ευρώ. Ο ντίλερ παίρνει ένα κοινό καλαμάκι που έχει κόψει διαγώνια και από το σακουλάκι του βάζει στο “πάιπ” του χρήστη όση ποσότητα σταθεί στη μύτη του καλαμακιού.Τα «πάιπς» κατασκευάζονται μέσα στην πιάτσα του Πεδίου του Άρεως από Αφγανούς τεχνίτες του «φυσητού γυαλιού». Στην πραγματικότητα πρόκειται για λεπτούς γυάλινους σωλήνες κλειστούς από τη μία μεριά, που έμπειροι Αφγανοί ζεσταίνουν με δυνατή φλόγα από γκαζάκια, ώστε με το φύσημα να σχηματιστεί μία φούσκα, την οποία, στην συνέχεια τρυπάνε από τη μία πλευρά προκειμένου να μπει εκεί το ναρκωτικό. Τα «πάιπς» πωλούνται προς ένα ευρώ. Κανονικά πρέπει να πετιούνται μετά από κάθε χρήση αλλά, λόγω οικονομικής εξαθλίωσης, οι περισσότεροι χρήστες τα επαναχρησιμοποιούν.
Το “πάιπ” κατασκευάζεται μέσα στο Πεδίον του Άρεως από Αφγανούς τεχνίτες του “φυσητού γυαλιού”. Από το άνοιγμα πάνω μπάινει το σίσα, το οποίο θερμαίνεται με αναπτήρα μέχρι να βγάλει καπνό. Όταν ο ντίλερ βάλει το σίσα στη φούσκα του «πάιπ», ο χρήστης αρχίζει να θερμαίνει τη σκόνη με τη βοήθεια αναπτήρα μέχρι να «καραμελώσει». Από τη στιγμή που η σκόνη γίνει ρευστή, αρχίζει να βγάζει καπνό, τον οποίο ο χρήστης ρουφάει. Κάθε δόση βγάζει 3 με 4 ρουφηξιές (ή «ντουμάνια», κατά την ορολογία των χρηστών). Οι χρήστες λένε ότι το σίσα καταστρέφει κάθε μόριο του σώματός τους, είναι εξαιρετικά εθιστικό αλλά δεν προκαλεί στερητικές εκδηλώσεις, κάνει δηλαδή “καλό ξεμαστούριασμα” σε αντίθεση με την πρέζα. Ένας βαρύς χρήστης «πίνει» 3 ή 4 φορές σίσα μέσα στο 24ωρο.
Μπούμπλε: είναι χάπια βουλμπεγκάλ, ένα ισχυρό και εξαιρετικά εθιστικό ηρεμιστικό χάπι που οι χρήστες συνθλίβουν και συνήθως αναμειγνύουν με την πρέζα. Ανά διαστήματα παρουσιάζεται έλλειψη μπούμπλε στην πιάτσα και τότε ξεσπά ανησυχία που εύκολα εξελίσσεται σε φωνές και διαξιφισμούς. Όσοι μένουν τη νύχτα στο Πάρκο και το Green Park το χρησιμοποιούν για να πέφτουν σε λήθαργο. Λένε ότι είναι το μόνο που τους κάνει να ησυχάζουν και να μην υποφέρουν από πόνους, κρύο και ανησυχίες.
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ: Θα πρέπει κάποιος να δει με τα μάτια του για να πιστέψει ότι στο πελατολόγιο μίας άθλιας πιάτσας ναρκωτικών από κύκλωμα Αφγανών και Πακιστανών που συγκεντρώνει γύρω της δεκάδες τοξικοεξαρτημένους, έχει ως πελάτες κυρίες με ακριβά ρούχα και μαλλιά κομμωτηρίου και κυρίους με επιτηδευμένη σπορ εμφάνιση. Το θέαμα της κυρίας που ανοίγει την πανάκριβη τσάντα της για να δώσει χρήματα στον ντίλερ και στη συνέχεια να περιμένει να της φέρει τα ναρκωτικά ανάμεσα σε ημιλιπόθυμους χρήστες, ακαθαρσίες και αφόρητες οσμές, είναι πάρα πολύ δύσκολο να γίνει πιστευτό. Είναι όμως 100% αληθινό και συχνά επαναλαμβάνεται στο Πεδίον του Άρεως.
ΟΔΗΓΟΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ: Ο πρώτος κανόνας για να επιβιώσεις σε μία πιάτσα ναρκωτικών είναι «να κοιτάς τη δουλειά σου». Τα βλέμματα περιέργειας για το συνεχές πέρα – δώθε των εμπόρων και των ντίλερ μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποβούν μοιραία. Το διαπίστωσα τις πρώτες ημέρες, όταν βιαζόμουν να μάθω πως λειτουργεί η πιάτσα και κοιτούσα κάθε λεπτομέρεια γύρω μου. Ένας νεαρός ασιάτης κινήθηκε προς το μέρος μου απειλητικά, κρατώντας έναν αιχμηρό σιδερένιο λοστό και νομίζω ότι μόνο επειδή κατόρθωσα να μείνω ατάραχος, καρφώνοντας τα μάτια μου στο έδαφος, δεν ολοκλήρωσε την επίθεσή του… Αν είχα αντιδράσει ή προσπαθήσει να προφυλαχτώ… ποιος ξέρει…
Στην πιάτσα ναρκωτικών πρέπει επίσης να προσέχεις μήπως βρεθείς στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή.
Στην πιάτσα ναρκωτικών δεν πρέπει να παρατηρείς τους γύρω σου. Κάθεσαι στο χώμα και στα πεζούλια βυθισμένος σε σκέψεις ή πιάνεις κουβεντούλα με μικρές παρέες άλλων. Με άλλα λόγια “κοιτάς τη δουλειά σου”. Το δόγμα αυτό μπορεί να σε φέρει σε άβολες καταστάσεις, όπως το να κάθεσαι στο άγαλμα του Μπότσαρη και ο ένας στα δεξιά σου να “κόβει πρέζα” και ο άλλος στα αριστερά του να “πίνει σίσα”, αλλά πάντα έχεις τη δυνατότητα να φύγεις. Με χαλαρά όμως βήματα.Στην πιάτσα ναρκωτικών πρέπει επίσης να προσέχεις μήπως βρεθείς στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή. Κάποια στιγμή είδα έναν έμπορο να βγάζει στιλέτο χωρίς να έχει προηγηθεί κάτι και πραγματικά φοβήθηκα μέχρι να μου ψιθυρίσει ένας χρήστης στο αυτί ότι πρέπει να απομακρυνθώ από το σημείο γιατί «κουβαλάει πολύ πράγμα πάνω του (ο έμπορος) και δεν θέλει κανέναν κοντά του»…
ΟΙ ΤΟΞΙΚΟΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟΙ: Τις 30 ημέρες στην πιάτσα ναρκωτικών του Πεδίου του Άρεως δεν ένιωσα κίνδυνο, κινούμενος ανάμεσα στους τοξικοεξαρτημένους. Πολλά παιδιά ήταν ιδιαιτέρως φιλικά και εξαιρετικά ευγενικά – ίσως περισσότερο από όσο σηκώνει η εποχή.
Κάποιοι χρήστες έχουν παραδοθεί σε μία σειρά ατυχιών της ζωής τους (ή κακών αποφάσεων που πήραν κάποτε) και άλλοι ισορροπούν οριακά ανάμεσα σε μία «φυσιολογική ζωή» (ευκαιριακές δουλειές ή κοινωνικά επιδόματα) και στην εξαθλίωση της ζωής του αστέγου.
Υπάρχουν κάποιοι που είναι «πρεζάκια με άποψη». Ο Κώστας μου δηλώνει με σιγουριά που δείχνει ότι το έχει σκεφτεί πολύ ότι «η πρέζα που παίρνω εγώ είναι το δικό σου ντεπόν. Εσύ παίρνεις ντεπόν όταν πονάει το κεφάλι σου, εγώ παίρνω πρέζα επειδή πονάει η ψυχή μου. Δεν θα έπρεπε να ήταν απαγορευμένη… Με την πρέζα ταξιδεύεις, γαληνεύεις, φεύγεις από τον κόσμο που σου προκαλεί πόνο»…Οι περισσότερες ιστορίες των τοξικοεξαρτημένων περιλαμβάνουν θάνατο γονιών ή αδιάφορο οικογενειακό περιβάλλον, κάποια παραβατική πράξη που τους έκανε να περάσουν από μικροί το «κολέγιο της φυλακής» και ανύπαρκτο κοινωνικό «δίκτυο στήριξης».
Τι να την κάνεις τη μεθαδόνη όταν μετά θα πρέπει να ξαναπάς στην πιάτσα – γιατί μόνο εκεί έχεις να πάς;
Ιδιαίτερα απογοητευτικό είναι ότι γεγονός ότι πολλοί στην πιάτσα του Πεδίου του Άρεως βρίσκονται παράλληλα σε προγράμματα του ΟΚΑΝΑ με υποκατάστατα μεθαδόνης. Απογοητευτικό είναι επίσης ότι αρκετοί έχουν περάσει από προγράμματα του ΚΕΘΕΑ αλλά δεν κατάφεραν να μείνουν καθαροί. Διαπίστωσα ότι έχουν σε μεγαλύτερη εκτίμηση το «18 ΑΝΩ» – αντιμετωπίζουν σχεδόν ως αγία την κυρία Μάτσα – αλλά παραδέχονται ότι έχει ένα πάρα πολύ σκληρό πρόγραμμα απεξάρτησης που λίγοι αντέχουν. «Μου έκαναν καψόνια σαν να ήμουν φαντάρος. Ήθελαν να με ισοπεδώσουν ως άνθρωπο… Σκουπίδι με έκαναν, σου λέω, για να σπάσω… Δεν μπορούσα να το ανεχτώ και έφυγα…», λέει ο Γιάννης σαν να προσπαθεί να δικαιολογήσει την ευκαιρία που έχασε…Στις 30 μέρες στην πιάτσα ναρκωτικών του Πεδίου του Άρεως κατάλαβα ότι τα προγράμματα «περιορισμού της βλάβης» (υποκατάστατα) είναι άχρηστα όσον αφορά στην απεξάρτηση, αφού δεν συνοδεύονται από εκπαίδευση, απασχόληση και διαδικασία επανένταξης.
«Το πρεζάκι», μου λέει ο Θανάσης -24 χρόνια στην πρέζα, «δεν θέλει να πάρει απλά την πρέζα του. Θέλει να έχει πέντε ανθρώπους να μιλήσει. Θέλει ένα στέκι με ανθρώπους σαν κι αυτό. Τι να την κάνεις τη μεθαδόνη όταν μετά θα πρέπει να ξαναπάς στην πιάτσα – γιατί μόνο εκεί έχεις να πάς; Και αφού ξαναπάς στην πιάτσα, δεν θα «συμπληρώσεις» τη μεθαδόνη με σίσα και πρέζα και ό,τι άλλο βρεις; Η πρέζα δεν είναι απλή χρήση. Είναι κοινωνία».
Ο Χρήστος, 35 χρονών, πίνει πάλι πρέζα. Είχε περάσει με επιτυχία πρόγραμμα απεξάρτησης του ΚΕΘΕΑ. «Μου πρότειναν να γίνω εκπαιδευτής ή street worker– καλά λεφτά – αλλά τότε σκεφτόμουν ότι δεν ήθελα να ξαναμπλέξω με αυτόν τον κόσμο. Πως θα πήγαινα σε ανθρώπους που κάποτε πίναμε μαζί και θα τους έλεγα να το κόψουν; Δεν μου πήγαινε καλά…». Δείχνει μετανιωμένος για την άρνησή του.Καταλαβαίνω ότι για κάποιον απεξαρτημένο δεν υπάρχουν πολλές ευκαιρίες εργασίας παρά μόνον στα προγράμματα των ίδιων των οργανισμών απεξάρτησης.
Ο Ανδρέας, 27 χρονών, μου δίνει την εντύπωση ενός εντελώς χαμένου νέου. Κάθεται με απλανές βλέμμα πάνω σε μία κουβέρτα στο χώμα και δεν μιλάει με κανέναν. Περνάνε από δίπλα του πολλοί αλλά εκείνος αντιδρά μόνο όταν κάποιος του φέρνει μία μεγάλη ποσότητα φούντας – ήταν η μοναδική φορά που είδα φούντα στην πιάτσα. Αρχίζει με εξαιρετικά αργές κινήσεις να στρίβει ένα τρίφυλλο. Το κάνει χάλια, οι άλλοι τον αποδοκιμάζουν αλλά εκείνος συνεχίζει. Τραβάει τις πρώτες ρουφηξιές και ρωτάει αν θέλει κάποιος άλλος… Μόνο ένας εκδηλώνει ενδιαφέρον.
«Οκτώ υποθήκες έχει το σπίτι αλλά δεν θα με βγάλουν έξω. Δεν θα μείνω στους δρόμους. Εσύ έχεις σπίτι;»
Μετά από αρκετή ώρα αποκτά διαύγεια. Αρχίζει να μου μιλά για το μηχανάκι που ονειρεύεται να πάρει («θα μου φτάσουν άραγε 500 ευρώ;»). Πιστεύει ότι με αυτό θα αλλάξει η ζωή του, θα βρει δουλειά και όλα θα γίνουν καλύτερα. Ο φόβος του είναι μη μείνει άστεγος. «Από τότε που πέθανε η μάνα μου, μου τηλεφωνάνε κάθε ημέρα και μου ζητάνε λεφτά για τα δάνεια… Οκτώ υποθήκες έχει το σπίτι αλλά δεν θα με βγάλουν έξω. Δεν θα μείνω στους δρόμους. Εσύ έχεις σπίτι;» Του απαντώ καταφατικά. «Άκου φίλε τι θα κάνεις. Θα μαζέψεις αυτό και εκείνο το χαρτί και θα πάρεις ΚΕΑ – είναι ένα 200άρι το μήνα. Αφού είναι δικό σου το σπίτι, το δικαιούσαι, μην το αφήσεις». Με συγκινεί ο Ανδρέας. Είναι η πρώτη φορά που μιλάμε και προσπαθεί να με φροντίσει, να με καθοδηγήσει για το πως θα πάρω το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης.Δεν μπορεί να μην έχει καλή ψυχή…«Αλλά θα φύγω. Θα μαζέψω λεφτά για το εισιτήριο και θα πάω στον πατέρα μου...»
Ο Άκης, 30 χρονών μου λέει ότι πάσχει από διπολική διαταραχή. Η ασθένεια του εξασφαλίζει επίδομα 620 ευρώ το δίμηνο. Είναι από την επαρχία. Θέλει να πάει πίσω αλλά «η μάνα μου με διώχνει – δεν με θέλει. Ο πατέρας μου όμως είναι εντάξει. Σαν πατέρας προς γιο, καταλαβαίνεις; Μου γεμίζει το ψυγείο. Και στα δικαστήρια είναι πάντα εκεί». «Τι τραβήγματα έχεις;». «Άστα ρε φίλε, μου φορτώσανε ότι έσπρωχνα πράγμα. Δεν το ‘κανα, ρε φίλε… Εγώ έψαχνα τις τσέπες των παντελονιών και δεν έβρισκα λεφτά και μετά έσπασα τον κουμπαρά και με βρήκανε σε έναν σκουπιδοντενεκέ μέσα σε κέρματα, χιλιάδες κέρματα…». Η αφήγηση του δεν έχει λογικό ειρμό. Τον ρωτώ για τα σημάδια στο πρόσωπό του. «Εγώ φταίω. Είχα φέρει στο σπίτι μου να μείνει ένας φίλος που δεν ήταν εντάξει. Πλακωθήκαμε μια μέρα και μετά ήρθε με άλλους πέντε και με βαράγανε όλοι μαζί. Μου σπάσανε το σαγόνι. φίλε… Με λάμες είμαι… Αλλά θα φύγω. Θα μαζέψω λεφτά για το εισιτήριο και θα πάω στον πατέρα μου…».Όση ώρα μιλάμε δεν μπορεί να σταθεί σε ένα σημείο. Το σώμα του βρίσκεται σε διαρκή κίνηση… Μου προτείνει να πάμε μαζί να ζητήσουμε λουκουμάδες από το παζάρι (είναι οι μέρες που λειτουργεί στο Πάρκο το Πασχαλινό παζάρι). «Μισή ντροπή δική μας, μισή δική τους, ρε φίλε. Θα μας δώσουν, να δεις!». Αρνούμαι ευγενικά και πηγαίνει σε άλλο πηγαδάκι να βρει παρέα… Η αλήθεια νομίζω είναι ότι ντρέπεται να πάει να ζητιανέψει μόνος του… Κι ας είναι βέβαιο ότι θα του δώσουν λουκουμάδες τσάμπα, όχι επειδή θα τον λυπηθούν αλλά για να απομακρυνθεί από τον πάγκο τους, να μην διώχνει τους πελάτες με τις σπαστικές κινήσεις του και την απλυσιά του…
Ο Ρομέο είναι από τους «σκληρούς» της πιάτσας. «Μπορείς να κάνεις μυθιστόρημα τη ζωή μου, αν μου τα σκάσεις», μου λέει. Του εξηγώ ότι γράφω για το blog μου και δεν πρόκειται ούτε εγώ να βγάλω χρήματα από αυτά που θα γράψω. Δείχνει να δυσαρεστείτε αλλά έχει πάρει φορά να μιλήσει. «Ξεκίνησα από αναμορφωτήριο στην Αλβανία, μετά ήρθα στην Ελλάδα, έχω κάνει περισσότερα χρόνια στη φυλακή παρά ελεύθερος… Ένοπλη ληστεία… Στο δικαστήριο με χειροκροτούσαν, φίλε. Δεν λήστεψα κόσμο. Τράπεζες λήστεψα. Οι τράπεζες τρώνε τα λεφτά του κόσμου…».
Χτυπάει το κινητό του. Είναι η γυναίκα του. Το βάζει σε ανοιχτή ακρόαση για να ακούμε όλοι στην παρέα. Εκείνη τον ρωτάει πότε θα έρθει σπίτι και που βρίσκεται.«Είμαι με φιλαράκια», της λέει αόριστα, «δεν θα αργήσω». Εκείνη δείχνει να ανησυχεί. Νοιάζεται γι αυτόν. Ο Ρομέο έχει κι ένα παιδί. Ποια είναι τα σχέδια του για το μέλλον; Δυστυχώς μιλάει για ένα σχέδιο παραβατικής πράξης. Ο Ρομέο θέλει πολλά λεφτά που δεν βγαίνουν με εργασία… Η Μαρία με τρόμαξε από την αρχή. Ακαθορίστου ηλικίας με μαλλιά μπλεγμένα από την απλυσιά, τιναζόταν κατά διαστήματα από το χώμα και έστηνε καυγάδες με αόρατους εχθρούς. Φώναζε υστερικά κι ύστερα ξανά μαλάκωνε. «Τι έχει;», ρωτάω τον Θανάση. «Δεν θέλεις να ξέρεις… Ένα βράδυ τη βίασαν… είκοσι θα ‘ταν… τριάντα στη σειρά… Αφγανοί, Πακιστανοί, όλες οι φυλές… Από τότε είναι έτσι…».
«Στο δικαστήριο με χειροκροτούσαν, φίλε. Δεν λήστεψα κόσμο. Τράπεζες λήστεψα. Οι τράπεζες τρώνε τα λεφτά του κόσμου…»
Οι νεαρές κοπέλες στην πιάτσα έχουν ύφος, θα έλεγες και “τουπέ”. Ντύνονται προκλητικά και πιστεύουν ότι «έχουν το πάνω χέρι» γιατί έχουν κάτι να πουλήσουν… Αναρωτιέμαι αν μπορούν να δουν το μέλλον τους στα πρόσωπα των μεγαλύτερων γυναικών δίπλα τους, που είναι αποστεωμένες από την πρέζα και παραμορφωμένες από τις ταλαιπωρίες… Αναρωτιέμαι αν μπορούν να διακρίνουν και το απώτερο μέλλον τους στις ακόμα μεγαλύτερες γυναίκες, τις άστεγες της πιάτσας, αυτά τα ανθρώπινα κουρέλια που δεν ξεχωρίζουν πια στην εμφάνιση από εξαθλιωμένους άντρες… Αναρωτιέμαι πως δεν κάνουν τους αυτόματους συνειρμούς για να σηκωθούν να φύγουν από την κόλαση, όσο υπάρχει καιρός. «Όλα ξεκινάνε», όταν βρεθούν κάποια στιγμή χωρίς λεφτά», μου λέει ο Δημήτρης, από τους «πρυτάνεις» της πιάτσας. «Στην αρχή ο έμπορος θα τους δώσει πρέζα με αντάλλαγμα στοματικό έρωτα (σ.σ. άλλη λέξη χρησιμοποιεί) και σύντομα θα βρεθούν να το κάνουν για ένα ευρώ…».ΕΠΙΛΟΓΟΣ: Η πιο σοκαριστική σκηνή που έζησα στην πιάτσα ναρκωτικών του Πεδίου του Άρεως αυτές τις 30 ημέρες, δεν ήταν από χρήστες που ενεργούνταν πάνω τους, δεν ήταν ο Παύλος που έκοβε κομμάτια από το σαπισμένο (από τον διαβήτη) πόδι του και τα πετούσε γύρω του, όπως πετάμε τα φλούδια του πασατέμπου, δεν ήταν η λιποθυμία ενός ευκαιριακού χρήστη που όλοι έτρεχαν με πανικό να επαναφέρουν… Ήταν η σκηνή με την Ελένη, μία άστεγη και εξαθλιωμένη γυναίκα γύρω στα 40…
Καθόμουν στα σκαλοπάτια του αγάλματος του Μπότσαρη, οι δύο χρήστες της παρέας μου είχαν ήδη πιει πρέζα με μπούμπλε και είχαν “γλαρώσει” και τότε εμφανίστηκε εκείνη διακριτκά από την πίσω μεριά με ένα ξυραφάκι στο ένα χέρι και ένα χοντρό πλαστικό κύλινδρο – σαν χοντρό καλαμάκι- στο άλλο. Η Ελένη έξυνε με το ξυραφάκι τα μάρμαρα του αγάλματος, εκεί που προηγουμένως οι χρήστες είχαν «σπάσει» και σνιφάρει πρέζα, προσπαθώντας να ρουφήξει τα υπολείμματα. Στην πραγματικότητα σνίφαρε μόνο τη μαρμαρόσκονη που είχε ξύσει… Έβαζε στα σωθικά της μάρμαρο με την ελπίδα ότι θα είχε κάποιον κόκκο πρέζας… Νομίζω πως αυτή η εικόνα με τον ήχο του ξυσίματος του μαρμάρου θα με ακολουθεί στο υπόλοιπο της ζωής μου. Πόση αγωνία, πόσος πόνος και πόση στέρηση στήριξης…
*(Όλα τα ονόματα των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο δεν είναι τα πραγματικά τους)
Πηγή: postmodern
εμφάνιση σχολίων