Ακριβώς Το Τέλος Του Κόσμου. Suburra: Υπόγεια Πόλη. Πλατεία Αμερικής. Το Κρύο Της Τραπεζούντας. Ευτυχία. Θάρρος ή Αλήθεια; Power Rangers. 18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου
ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ: Μετά από 12 χρόνια απουσίας, ένας νεαρός γκέι συγγραφέας, γυρίζει στο πατρικό του με σκοπό να κάνει μια πολύ σημαντική ανακοίνωση στην οικογένεια του. Το ήσυχο απόγευμα όμως, δίνει τη θέση του σε αντιπαραθέσεις και σε καταπιεσμένα συναισθήματα τα οποία υποκινούμενα από την μοναξιά και την αμφιβολία, καταλήγουν στο να κάνουν όλες τις απόπειρες προσέγγισης να αποτυγχάνουν, κυρίως από την ανικανότητα των μελών της οικογένειας στο να επικοινωνήσουν μεταξύ τους.
Όσοι γνωρίζουν την φιλμογραφία του παιδιού-θαύματος του καναδέζικου κινηματογράφου, Ξαβιέ Ντολάν (Λόρενς Για Πάντα), θα κατανοήσουν απόλυτα γιατί επέλεξε να μεταφέρει στο σινεμά το ομώνυμο θεατρικό έργο του Ζαν-Λικ Λαγκάρς, μια και οι δυσλειτουργικές οικογενειακές σχέσεις, είναι το αγαπημένο του θέμα. Του δίνει μάλιστα και την ευκαιρία, να μαζέψει την αφρόκρεμα της γαλλικής κινηματογραφικής υποκριτικής -σπουδαίους ηθοποιούς και από τις τρεις γενιές της- για να δουλέψει μαζί της. Μπέιγ, Κοτιγιάρ, Κασοβίτς, Ουλιέλ, Σεϊντού, όλοι λάμπουν σε συναισθηματικά φορτισμένες ερμηνείες από αυτές που λατρεύουν οι ίδιοι οι ηθοποιοί να παίζουν και οι θαυμαστές της υποκριτικής τέχνης να παρακολουθούν. Εκεί που όμως τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά, κατά την ταπεινή γνώμη του γράφοντος, είναι στο ίδιο το έργο και στον εκκωφαντικό τρόπο τον οποίον ο Ντολάν επιλέγει για την κινηματογραφική του απόδοση.
Στο ίδιο το θεατρικό έργο, υποτίθεται πως όλοι, εκτός από τον χαρακτήρα τον οποίο υποδύεται η Μάριον Κοτιγιάρ, γνωρίζουν τον λόγο της επιστροφής του. Είναι θυμωμένοι μαζί του για την απουσία του από τις ζωές τους, αλλά και λόγω των δικών τους ενοχών απέναντί του. Μόνο το δεύτερο μοιάζει ξεκάθαρο στην ταινία και όντως, είναι ο χαρακτήρας της Κατρίν, αυτός ο οποίος μοιάζει να μαντεύει τον λόγο. Όλοι οι υπόλοιποι συμπεριφέρονται σαν πληγωμένα ζώα, μόνο που - πέρα από την τυπική, οικογενειακή έλλειψη επικοινωνίας - ο θεατής δεν μπορεί να καταλάβει τους λόγους της τόσο μεγάλης αναστάτωσης και οι δικαιολογίες που του δίνονται, δεν αρκούν. Ο ίδιος ο ήρωας, σε σχέση με την φυγή του από το πατρικό, ξεμπερδεύει με ένα: μια μέρα απλά, ανοίγεις την πόρτα και φεύγεις χωρίς λόγο.
Ακριβώς το τέλος του κόσμου
Suburra: Υπόγεια Πόλη
Πλατεία Αμερικής
Η μητέρα του, είναι μια φλύαρη και ευχάριστη γυναίκα, η οποία κρύβει την ευαισθησία της κάτω από ευτράπελες συμπεριφορές και δόσεις πικρού χιούμορ. Ο αδερφός του, κρύβει την δική του ευαισθησία, πίσω από μια αρρενωπή μάσκα και μια μάτσο συμπεριφορά, την οποία όμως σε καμιά περίπτωση δεν θα την έλεγες και ομοφοβική. Μέχρι το τελικό του ξέσπασμα, μοιάζει μάλιστα να απολαμβάνει τον ρόλο του κακού που του δίνουν σχεδόν όλοι οι άλλοι. Η μικρή αδερφή του ήρωα πάλι, είναι θυμωμένη και πικραμένη επειδή μεγάλωσε μέσα στην απουσία του (υποτίθεται πως δεν τον θυμάται, πράγμα λίγο απίθανο χρονολογικά).
Κατά την διάρκεια της ημέρας, είτε με όλους μαζί, είτε μόνος του με τον καθένα, ο ήρωας, διστάζει να αποκαλύψει τον λόγο για τον οποίον γύρισε μετά από τόσα χρόνια. Τον γνωρίζουν; τον μάντεψαν; φταίει που δεν έχουν την ικανότητα να μιλήσουν γι αυτόν, όπως και για τα πραγματικά συναισθήματά τους γενικά; Ο θεατής αβοήθητος αφήνεται να μαντέψει τι ακριβώς αισθάνονται οι ήρωες, ενώ τα ξεσπάσματά τους, περισσότερο συσκοτίζουν παρά ξεκαθαρίζουν τα κίνητρά τους. Γραμμένο για το θέατρο, το έργο δίνει σε όλους τους χαρακτήρες ένα ερμηνευτικό σόλο, το οποίο σε κοντινό πλάνο, στο σινεμά, φαντάζει υπερβολικό. Παρά το περίτεχνο μοντάζ, τα φλας μπακ από το παρελθόν και την χρήση της μουσικής με τον γνωστό του τρόπο, ο Ντολάν δεν καταφέρνει να αποβάλει την θεατρικότητα του ορίτζιναλ κειμένου και το ότι φροντίζει να γίνουν όλα σε XL διαστάσεις, αποπροσανατολίζει τον θεατή από το οποιοδήποτε κέντρο βάρους του. Το βαριά συμβολικό τέλος, έρχεται βεβιασμένα, χωρίς απαντήσεις, την ίδια στιγμή που το δραματικό βάρος του ξεχειλώνει εντυπωσιακά με έναν αρκετά επιδερμικό όμως τρόπο. Πως να νοιαστεί κάποιος για χαρακτήρες τα κίνητρα των οποίων δεν κατανοεί; Κάποιοι από τους θεατές τουλάχιστον. Οι υπόλοιποι, όπως και τα μέλη της κριτικής επιτροπής του περασμένου φεστιβάλ των Κανών, δεν είχαν κανένα πρόβλημα. Του έδωσαν κιόλας το Βραβείο Σκηνοθεσίας. Εν το μεταξύ, μια από τις καλύτερες ταινίες του, το, Ο Τομ Στην Φάρμα του 2013, παραμένει άπαιχτη στην χώρα μας.
Ιnfo: Ακριβώς Το Τέλος Του Κόσμου (Juste la Fin du Monde). Δραματική. Καναδάς, Γαλλία 2016. Πρεμιέρα: Πέμπτη 23 Μαρτίου. Σκηνοθεσία: Ξαβιέ Ντολάν. Παίζουν: Γκασπάρ Ουλιέλ, Νάταλι Μπέιγ, Ματιέ Κασοβίτς, Μαριόν Κοτιγιάρ, Λεά Σεϊντού. Διανομή: Seven Films.
SUBURRA: ΥΠΟΓΕΙΑ ΠΟΛΗ: Νοέμβριος 2011. Ένας γκάνγκστερ, γνωστός με το ψευδώνυμο Σαμουράι θέλει να μετατρέψει την παραθαλάσσια πόλη της Όστια, κοντά στη Ρώμη, σε Λας Βέγκας. Ένας διεφθαρμένος πολιτικός, ο οποίος έχει αδυναμία σε νεαρές πόρνες και στην κοκαΐνη, τον προστατεύει, με τη βοήθεια ενός ισχυρού καρδιναλίου. Όλα τα τοπικά αφεντικά της μαφίας έχουν συμφωνήσει να συνεργαστούν για να πετύχουν το κοινό στόχο. Αλλά η ειρήνη δεν πρόκειται να διαρκέσει πολύ, καθώς ένας άγριος πόλεμος μεταξύ των συμμοριών, θα ξεσπάσει μετά από τον θάνατο από ναρκωτικά μιας ανήλικης πόρνης. Μια σειρά από βίαιες πράξεις βεντέτας, απειλεί να καταστρέψει το όνειρο του Σαμουράι και των υψηλά υφιστάμενων συμμάχων του.
Βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο των Κάρλο Μπονίνι & Τζιανκάρλο ντε Κατάλντο, οι οποίοι συνεργάστηκαν και στο σενάριο της, η Υπόγεια Πόλη, σκηνοθετημένη από τον συνεργάτη τους, (τον, ως επί το πλείστον, τηλεοπτικό - Romanzo Criminale & Gomorrah, ως σειρές - σκηνοθέτη), Στεφάνο Σολίμα, είναι μια από τις πιο φιλόδοξες ιταλικές παραγωγές των τελευταίων χρόνων. Θέλοντας να αποτελέσει τον πιλότο για μια επερχόμενη σειρά του Netflix, το οποίο συμμετέχει στην παραγωγή, ξεκινάει με μεγαλειώδη τρόπο, καθώς μια σειρά από παράλληλες σεκάνς αφηγήσεων που κάποια στιγμή αργότερα συγκλίνουν, εξελίσσονται στην θεαματική, νυχτερινή Ρώμη, με έναν εικαστικό οίστρο που φέρνει στον νου την δουλειά του Πάολο Σορεντίνο στην Τέλεια Ομορφιά. Χλιδή και οικονομική κρίση, μεγαλείο και ηθική παρακμή.
Όταν η νεαρή πόρνη αφήνει την τελευταία της πνοή στο κρεββάτι του πολιτικού, εκείνος αναθέτει στην ερωμένη του να ξεφορτωθεί το πτώμα της, πράγμα το οποίο και κάνει, με την βοήθεια του φιλόδοξου γιου του αρχηγού, της τσιγγάνικης μαφίας της περιοχής. Αυτός στην συνέχεια θα θελήσει να εκβιάσει τον πολιτικό, ο οποίος θα φροντίσει έμμεσα να τον εκτελέσει ο επίσης φιλόδοξος γιος μιας αντίπαλης προς τους τσιγγάνους, οικογένειας της μαφίας, ανοίγοντας έτσι έναν φαύλο κύκλο αίματος. Ο Σαμουράι, ο οποίος βλέπει τα σχέδιά του για ένα ιταλικό Λας Βέγκας να γκρεμίζονται, αναλαμβάνει δράση για να τους συνετίσει όλους. Την ίδια στιγμή, κρίση ξεσπάει στην Κυβέρνηση που κινδυνεύει να καταρρεύσει πριν αποχαρακτηρίσει την παραθαλάσσια περιοχή που θα χτιστούν τα καζίνο, αλλά και στο Βατικανό, οπού ο Πάπας, ετοιμάζεται να παραιτηθεί από το αξίωμά του για άγνωστους λόγους.
Θέλοντας να γίνει ένα μωσαϊκό που αντικατοπτρίζει την λεγόμενη, ιταλική παθογένεια (την ασταθή πολιτική κατάσταση, την σύμπραξη της μαφίας με τις πολιτικές αρχές και το Βατικανό), την γενικευμένη κοινωνικοπολιτική διαφθορά της γείτονος χώρας, στο πρώτο μέρος της τουλάχιστον, η ταινία του Σολίμα πετάει σπίθες και υποβάλει (χάρη και στο ατμοσφαιρικό ηλεκτρονικό σάουντρακ του Πασκουάλε Καταλάνο, αλλά και την υπέροχη φωτογραφία του Πάολο Καρνέρα). Καθώς όμως οι παράλληλες αφηγήσεις αρχίζουν να συνδέονται μεταξύ τους, οι πολλές αλλεπάλληλες συμπτώσεις και η σωρεία των πτωμάτων, αρχίζουν εκτροχιάζουν το πραγματικό ενδιαφέρον. Καθώς δεν υπάρχει ούτε ένας συμπαθής χαρακτήρας, ο θεατής αδιαφορεί για το ποιος σκοτώνει ποιον, κι απλώς περιμένει να δει με ποιον ευφάνταστο και βίαιο τρόπο θα εκτελεστεί ο επόμενος στόχος (κάτι σαν την σειρά των φόνων στα Βλέπω τον Θάνατό σου), αλλά και ποια θα είναι η Αποκάλυψη του τέλους για την οποία τον προετοιμάζουν τα κεφάλαια της ταινίας που την χωρίζουν σε εικοσιτετράωρα, μετρώντας αντίστροφα.
Αυτό που πιθανόν να φαντάζει συναρπαστικό στην ροή του μυθιστορήματος, μοιάζει φτιαχτό στην κινηματογραφική αναπαράστασή του, παρ΄όλη την αδιαμφισβήτητη δεξιοτεχνία του Σολίμα σε σκηνές ανθολογίας, όπως αυτήν της σύγκρουσης των μελών των δύο συμμοριών μέσα στο σούπερ μάρκετ και όταν η βία αυτή δεν καταλήγει να γίνεται απλώς φετίχ. Επίσης, υπάρχει μια γεμάτη στερεότυπα απεικόνιση των δήθεν κάφρων και άπληστων Ρομά μαφιόζων, αλλά και γενικά, επιβεβαιώνονται οι προκαταλήψεις περί βαρβάρων Νότιων Ιταλών σε σχέση με τους πιο cool και υποτιθέμενα πιο καλόγουστους βόρειους. Τουλάχιστον είναι όλοι το ίδιο κακοί και παραδόξως, σύμφωνα πάντα με το σενάριο της ταινίας, όλοι οι κακοί τιμωρούνται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στο τέλος. Η έλλειψη χιούμορ, αφαιρεί από την ταινία αυτό που θα μπορούσε εύκολα να την μετατρέψει σε μια πιο εύστοχη μαύρη σάτιρα των ίδιων θεμάτων και να την κάνει ακόμη πιο ενδιαφέρουσα από ό,τι ήδη είναι. Όλοι οι ηθοποιοί είναι εξαιρετικοί και πείθουν απόλυτα για τα πρόσωπα τα οποία υποδύονται. Πέρα από τις όποιες σεναριακές αδυναμίες, η Υπόγεια Πόλη είναι συναρπαστική και πριμοδοτεί το όνομα του σκηνοθέτη της σαν ένα από αυτά, την δουλειά του οποίου, αξίζει να παρακολουθήσει κανείς. Σαν τηλεοπτική σειρά θα έχει σίγουρα ενδιαφέρον αλλά και χρόνο για να επεκταθεί και αφηγηματικά περισσότερο
ΠΛΑΤΕΙΑ ΑΜΕΡΙΚΗΣ: Με φόντο την πολύβουη Πλατεία Αμερικής, τέσσερις διαφορετικοί άνθρωποι συναντιούνται και οι ζωές τους θα αλλάξουν καθοριστικά. Ο Μπίλι και ο Νάκος είναι φίλοι από παιδιά, όμως έχουν εξελιχθεί σε δύο διαμετρικά αντίθετους χαρακτήρες. Ο Νάκος, ζει ακόμα με τους γονείς του, μισεί τους ξένους που έχουν κατακλύσει το μόνο πράγμα που του δίνει ταυτότητα, τη γειτονιά του. Εκεί, ο Μπίλι, ένας rock n’ roll σαραντάρης με το δικό του μπαρ και το παράνομο tattoo studio στο πατάρι, παρατηρεί τις αλλαγές στο τοπίο μέχρι που μια αναπάντεχη ερωτική ιστορία βομβαρδίζει τον μικρόκοσμο του. Η Τερέζα, μια μπλεγμένη στα δίχτυα της μαφίας Αφρικανή τραγουδίστρια, θέλει να καλύψει ένα παλιό tattoo και η χημεία μεταξύ τους είναι ακαριαία. Παράλληλα, ο Τάρεκ, ένας απελπισμένος πρόσφυγας από τη Συρία με τη 10χρονη κόρη του, απευθύνεται όπου μπορεί για να φύγει από τη χώρα. Όσο ο Νάκος καταστρώνει σχέδιο εξολόθρευσης μεταναστών, η τύχη υφαίνει τη δική της πλοκή και φέρνει τις μοίρες των ανθρώπων κοντά, όσο μακριά κι αν γεννήθηκαν.
Ο Γιάννης Σακαρίδης του Wild Duck (2013), επιστρέφει με μια κοινωνική, δραματική κομεντί, η οποία κέρδισε το βραβείο FIPRESCI της Διεθνούς Ένωσης Κινηματογραφικών Κριτικών, στο περασμένο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Έχοντας σαν βάση το βιβλίο Η Βικτώρια Δεν Υπάρχει, του Γιαννη Τσίρμπα (εκδόσεις Νεφέλη), η Πλατεία Βικτωρίας γίνεται Αμερικής, οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες από άγνωστοι μεταξύ τους μετατρέπονται σε παιδικούς φίλους ενώ προστίθεται στην αφήγηση η ιστορία του Τάρεκ, η οποία είναι και η πιο ενδιαφέρουσα της ταινίας. Η σχέση των δύο αντίθετων αντιλήψεων φίλων, καθώς και η σχέση του Μπίλι με την Τερέζα, μοιάζουν λίγο σχηματικές, αλλά εξυπηρετούν την πλοκή η οποία καταφέρνει να υπερπηδήσει όλα τα κλισέ του είδους, μέχρι το φορτισμένο συγκινησιακά φινάλε.
Εξαιρετικοί οι τέσσερις πρωταγωνιστές, η μουσική του Μίνου Μάτσα και η φωτογραφία του Γιαν Φόγκελ (του συν-σκηνοθέτη του Wasted Youth). Η πρεμιέρα της ταινίας έγινε τον περασμένο Οκτώβριο στο Φεστιβάλ του Μπουσάν, της Νότιας Κορέας.
ΤΟ ΚΡΥΟ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ: Η ζωή του Μεχμέτ ξύνει τον πάτο της κοινωνικής πυραμίδας. Ζει σε ένα εξαθλιωμένο ορεινό χαμόσπιτο κοντά στην Τραπεζούντα, συντροφιά με την γριά μάνα του, την εξουθενωμένη και απελπισμένη σύζυγό του και τα δυο παιδιά του. Τα λιγοστά ζωντανά που εκτρέφουν για αναπαραγωγή, δεν τους παρέχουν παρά ελάχιστα. Το λογικό θα ήταν να έβρισκε κάποια δουλειά στο κοντινό ορυχείο όπως τον πιέζει η οικογένειά του για να πληρώσουν τα αμέτρητα χρέη τους, αλλά ο Μεχμέτ γυρνάει τα βουνά μόνος του αναζητώντας με μανία, εκείνη την χρυσοφόρο φλέβα που θα τους λύσει τα προβλήματα μια για πάντα.
Λίγες εβδομάδες μετά τις Υποψίες, άλλο ένα ατμοσφαιρικό, ποιητικό κινηματογραφικό δράμα, έρχεται να επιβεβαιώσει την συνεχόμενη δυναμική του τουρκικού, φεστιβαλικού κινηματογράφου διαχρονικά. Περιλαμβάνει μερικές μαγευτικά ονειρικές σεκάνς, οι οποίες αναδύουν μια κλιμακούμενη αίσθηση του παράδοξου καθώς η αφήγηση ακολουθεί τον ήρωα από τα χιονισμένα βουνά, στην αρένα των τοπικών ερασιτεχνικών ταυρομαχιών, με την ελπίδα της νίκης και του χρηματικού βραβείου που την συνοδεύει, στην αναζήτηση του εξαφανισμένου, παιδιού με ειδικές ανάγκες, γιου του.
Η θητεία του σκηνοθέτη, Μουσταφά Καρά στο ντοκιμαντέρ, είναι εμφανής στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει το θέμα του. Με την ατμόσφαιρα να υπερισχύει των διαλόγων, η ταινία απευθύνεται στο κινηματογραφικά πιο εκπαιδευμένο κοινό που δεν βλέπει το σινεμά μονάχα σαν διασκέδαση, αλλά και σαν ένα παράθυρο στον κόσμο. Έναν άλλο κόσμο, απρόβλεπτο, άγνωστο και γι αυτό συναρπαστικό.
EYTYXIA: Μια κοπέλα, όταν ένας μυστηριώδης άντρας που φορά κόκκινο μπουφάν αρχίζει να την παρακολουθεί, συγκρούεται με την πραγματικότητα. Η Άννα είναι 27 χρονών. Χαμογέλα. Η Άννα έχει δουλειά. Θ` αργήσω, εννιά-πέντε. Η Άννα έχει σπίτι. Αϋπνία. Η Άννα έχει φίλους. Βαριέμαι. Την Άννα την αγαπάνε οι γονείς της. Άνοιξε. Ένας άντρας την παρακολουθεί. Μίλα μου. Μίλα μου. Η Άννα δεν κοιμάται. Καυλώνω. Η Άννα φοβάται. Κάποιος μετράει αντίστροφα. Η Άννα; Κι αυτή. Ένα σκούντημα στο facebook από ένα μυστηριώδες προφίλ, σε συνδυασμό με post-it που βρίσκει καθημερινά κολλημένα στην πόρτα της με νούμερα σε αντίστροφη μέτρηση θα πυροδοτήσουν μια σειρά από γεγονότα και εξελίξεις, που θα κλονίσουν την ψυχική της υγεία.
Η Ευτυχία του Χρήστου Πυθαρά, ξεκίνησε σαν μια μικρού μήκους, βασισμένη σε ένα σενάριο μιας σελίδας του Γιάννη Μακρυνόρη. Δουλεύοντας το σενάριο και αναπτύσσοντας το, ο Πυθαράς συνειδητοποίησε, ότι για υπήρχε υλικό για μια μεγάλου μήκους αφήγηση, στα πρότυπα των ταινιών του Τσιώλη, όπως το, Μια Τόσο Μακρινή Απουσία, ή το, ...Σχετικά με τον Βασίλη. Παράλληλα, τύχαινε εκείνη την εποχή, ο σκηνοθέτης, να παρατηρεί συχνά στους δρόμους της πόλης ανθρώπους να μονολογούν και να βυθίζονται σε μια δική τους φαντασιακή πραγματικότητα. Έμοιαζαν σαν άνθρωποι είχαν βρει μια διαστρεβλωμένη λύτρωση, μέσα στα βάθη του νου τους.
Αυτοί οι χαρακτήρες τον γοήτευσαν πολύ και πολλές φορές τους ακολουθούσε ή τους έπιανε φιλική κουβέντα σε κάνα παγκάκι. Αυτό που συνειδητοποίησε, ήταν ότι αυτοί, που οι λογικοί, τους λένε τρελούς, δεν τα είχαν χαμένα, αλλά ανά στιγμές και συνθήκες, μπορούσαν κι επικοινωνούσαν μια χαρά μαζί του, έστω για λίγο, πριν βυθιστούν σε αυτό που μου έμοιαζε εν τέλει ένας προσωπικός τους χώρος ασφαλείας. Κατάλαβε, ότι αυτό που οδήγησε πολλούς από αυτούς σε αυτήν την κατάσταση, δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά η ανυπόφορη μοναξιά, η οποία όταν φτάσει σε ένα συγκεκριμένο όριο πίεσης, ο κάθε άνθρωπος για να προστατευτεί, έχει αυτήν την σχεδόν ενστικτώδη αντίδραση αυτοάμυνας, κάνοντας μια βουτιά στο μέσα του.
Ευαίσθητη ματιά στην σύγχρονη μοναξιά των κοινωνικών δικτύων, η ταινία του Χρήστου Πυθαρά, είναι το άκρον αντίθετο από το Θάρρος ή Αλήθεια που παρουσιάζει η στήλη λίγο πιο πάνω. Με ένα πολύ μικρό προϋπολογισμό των περίπου 10,500 ευρώ, πρόκειται για ένα κινηματογραφικό κατόρθωμα το οποίο δεν θα έπρεπε να περάσει απαρατήρητο, καθώς εδραιώνει την θέση του σκηνοθέτη ανάμεσα στα πιο ενδιαφέροντα νέα ονόματα του ελληνικού κινηματογράφου. Ουσιαστικά, πρόκειται για το ψυχογράφημα μιας γυναίκας που σταδιακά χάνει την επαφή της με την πραγματικότητα. Μια κωμικοτραγική ματιά, μέσα από την αλλοιωμένη της πλέον, αντίληψη των πραγμάτων.
ΘΑΡΡΟΣ Ή ΑΛΗΘΕΙΑ: Η Βι είναι μια απλή επιμελής μαθήτρια Λυκείου που ζει στη σκιά της φίλης της Σίντνεϊ. Όλα αυτά μέχρι την ημέρα που εκείνη θα την μυήσει στο διαδικτυακό reality παιχνίδι NERVE. Όταν το παιχνίδι την ρωτάει αν θέλει να είναι παίχτης ή θεατής, εκείνη αποφασίζει να γίνει Παίχτης κάτι που αρχικά μοιάζει πολύ διασκεδαστικό και αβλαβές. Η αδρεναλίνη εκτοξεύεται στα ύψη και το παιχνίδι όσο προχωράει γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο μέχρι που αρχίζει να παίρνει άσχημη τροπή. Η Βι και ο συμπαίκτης της Ίαν, έχουν έναν και μοναδικό τρόπο να ξεφύγουν. Να κερδίσουν.
Το σκηνοθετικό δίδυμο πίσω από τα Μεταφυσική Δραστηριότητα 3 και 4, διασκευάζει μια φουτουριστική νουβέλα που συνδυάζει την θεματική της ρωμαϊκής αρένας, όπως εξελίχτηκε στα σύγχρονα reality shows, περνώντας πρώτα μέσα από παλιότερες ταινίες τύπου Κούρσα Θανάτου 2000 (1975) και Άτρωτος (1987, από την νουβέλα του Στίβεν Κινγκ, The Running Man), με τον σύγχρονο διαδικτυακό κόσμο των υπολογιστών και των έξυπνων κινητών και την εξάρτησή μας από την εικονική πραγματικότητά του.
Καθώς απευθύνεται κυρίως στο νεανικό κοινό των πολυκινηματογράφων και στην γενιά των κάθε είδους κοινωνικών δικτύων, επαφίεται στην προθυμία του κάθε θεατή ξεχωριστά, να καταπιεί αμάσητα τις υπερβολές της αφήγησης, η οποία όμως στην πραγματικότητα, παρουσιάζει σαν μέσα από έναν παραμορφωτικό καθρέπτη, την ψυχολογία του όχλου, αλλά και την τεχνηέντως κατασκευασμένη τάση μέρους των σύγχρονων ανθρώπων για εφήμερη διασημότητα, μην παραβλέποντας και τον τομέα της εγγενούς απληστίας του ανθρώπινου γένους γενικά. Όποιος της αφεθεί, θα περάσει καλά καθώς η σπιντάτη αφήγηση, έχει ρυθμό, σασπένς και υπέροχο σάουντρακ. Κρίμα που στην τελευταία πράξη, η κατάληξη μοιάζει βεβιασμένη και υπερβολικά αφελής, καθώς ακυρώνει οποιονδήποτε προβληματισμό θα μπορούσε να αμφισβητήσει την ισχύουσα (διαδικτυακή ή άλλη), τάξη πραγμάτων.
POWER RANGERS: Πέντε συνηθισμένοι μαθητές, ο Ζακ, η Κίμπερλι, ο Μπίλι, η Τρίνι κι ο ηγετικός Τζέισον, πρέπει να μεταλλαχθούν σε κάτι το μοναδικό, όταν μαθαίνουν ότι η μικρή τους πόλη του Έιντζελ Γκροβ, και μαζί ο κόσμος βρίσκονται υπό τη φοβερή απειλή εξωγήινων, υπό την ηγεσία της Ρίτα Ρεπούλζα. Επιλεγμένοι από το πεπρωμένο, οι πέντε ήρωες ανακαλύπτουν ότι είναι οι μόνοι με τη δύναμη να σώσουν τον πλανήτη. Αλλά μπορούν να ξεπεράσουν τα προσωπικά τους προβλήματα, να γίνουν μία γροθιά και να συνεχίσουν τη βαριά παράδοση των Power Rangers;
Πρόκειται για μια πιο σοβαρή προσπάθεια από εκείνην του 1995 για να μεταφερθούν στην μεγάλη οθόνη οι περιπέτειες των ηρώων της παιδικής σειράς κινουμένων σχεδίων, σε live action. Δεν πρόκειται για σοβαρότητα τύπου X-Men φυσικά, αλλά για μια περιπέτεια φαντασίας για τους εφήβους των πολυκινηματογράφων, όπου το Breakfast Club (1985), συναντά τους Transformers, κάτι που πιθανόν να αποτελεί και το μόνο ατού της, εκτός ίσως και από την εμφάνιση της πρώτης έφηβης λεσβίας ηρωίδας, σε mainstream παραγωγή των στούντιο που απευθύνεται σε mainstream προ-εφηβικές ηλικίες .
18ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΓΑΛΛΟΦΩΝΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ: Στην Αθήνα, αλλά και στην Θεσσαλονίκη, η 18η διοργάνωση του φεστιβάλ, θα παρουσιάσει και πάλι την αφρόκρεμα του γαλλόφωνου κινηματογράφου της χρονιάς. Διαγωνιστικό Τμήμα, με Πρόεδρο της Επιτροπής την Ζιλί Γαβρά και μέλη τους: Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλο, Δήμητρα Γαλάνη, Πέτρο Μάρκαρη και την Κατερίνα Μισιχρόνη. Πανόραμα Γαλλικού Κινηματογράφου. Αφιέρωμα στην Μουσική στο Σινεμά, συνοδεία masterclass. Ειδικές Προβολές και Παράλληλες Εκδηλώσεις. αλλά και Λεύκή Κάρτα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Σύρου.
Στο Διαγωνιστικό συμμετέχουν μεταξύ άλλων, ταινίες των: Αν Φοντέν (Les Innocentes), Μπρουνό Ντιμόντ (Ma Loute), Μαρτίν Προβόστ (Rock n' Roll) και Ρασίντ Ντζαϊντάν (Tour de France). Στο Πανόραμα θα βρει κανείς ταινίες από όλες τις γαλλόφωνες χώρες, αλλά και από τις παλιές γαλλικές αποικίες. Η αυλαία ανοίγει την Πέμπτη 23 Μαρτίου με την πρεμιέρα της ταινίας Dalida, της Λίζα Αουζέλος, ταινία για τη ζωή της γνωστής τραγουδίστριας. Η προβολή θα πραγματοποιηθεί στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Ταινία λήξης είναι το À Bras Ouverts (Βρε, Καλώς Τους!), σε σκηνοθεσία Φιλίπ ντε Σοβερόν, σκηνοθέτη της επιτυχίας, Θεέ μου τι σου κάναμε; Στο πλαίσιο των παράλληλων εκδηλώσεων πραγματοποιείται η οπτικοακουστική περφόρμανς Parallaxe/ Παράλλαξη, καρπός συνεργασίας της ομάδας Nominoë και του μουσικού Μιχάλη Μοσχούτη. Το έργο είναι βασισμένο πάνω στην ιδέα της γεωμετρίας στον κινηματογράφο και αναδεικνύει ένα πολύπλευρο αντικείμενο που μεταμορφώνεται σε ταινία-γλυπτό, το οποίο συγκλίνει με τα έργα των Άντονι ΜακΚολ και Τζέιμς Τάρελ. Οι διαφορετικές επιφάνειες που οριοθετούν την οθόνη, οι αλλαγές στην γωνία προβολής και οι απευθείας παρεμβάσεις στις μηχανές προβολής 16mm προτείνουν στους θεατές πολλούς άξονες οπτικής αντίληψης ταυτόχρονα. Σε ειδική προβολή, εκτός συναγωνισμού, θα προβληθεί η ταινία του Αρνό ντε Παλιέρ με τις Αντέλ Εξαρχόπουλος και Αντέλ Χενέλ, Σε Τέσσερις Χρόνους, που αφηγείται τέσσερις στιγμές από τη σωή μιας γυναίκας.
Διαβάστε αναλυτικά για τις ταινίες, το πρόγραμμα και τις παράλληλες εκδηλώσεις εδώ.
Η διοργάνωση γίνεται από το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδος σε συνεργασία με τις Πρεσβείες της Γαλλίας, του Βελγίου, του Καναδά, του Λουξεμβούργου, του Μαρόκου, της Τσεχικής Δημοκρατίας και της Τυνησίας, στην Ελλάδα.
Οι προβολές θα πραγματοποιηθούν στους κινηματογράφους Άστορ, Δαναός, στο Γαλλικό Ινστιτούτο και στη Θεσσαλονίκη στην αίθουσα Παύλος Ζάννας, με Γενική Είσοδο 5 ευρώ στο Auditorium του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών. Στους κινηματογράφους Δαναός, Άστορ. Γενική είσοδος: 6 ευρώ.