Στις Ιτιές ο Άλτζερνον Μπλάκγουντ παρουσιάζει τη φύση σε όλη της τη μυστηριακή μεγαλοπρέπεια. Εδώ, ο κίνδυνος δεν εμπίπτει στον κοινότοπο δυϊσμό του καλού και του κακού, αλλά τον υπερβαίνει και γι’ αυτό είναι αληθινός. Κλασικό έργο της λογοτεχνίας του παραδόξου, ατμοσφαιρική νουβέλα τρόμου, ταξιδιωτική περιπέτεια, οι Ιτιές υπόσχονται στον αναγνώστη τους την παρηγορητική θαλπωρή που βρίσκει κανείς στα διαχρονικά κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
«Δεν ένιωθα φόβο, καθόλου. Με είχε κατακλύσει ένα αίσθημα δέους και κατάπληξης εντελώς πρωτόγνωρο. Ήταν σαν ν’ αντίκριζα προσωποποιημένα τα στοιχεία της φύσης τούτης της αρχέγονης, απόκοσμης περιοχής. Η εισβολή μας είχε ξυπνήσει τις δυνάμεις του τόπου, τις είχε κινητοποιήσει. Κι ήμασταν εμείς η αιτία αυτής της αναταραχής
Ξαφνικά, το μυαλό μου πλημμύρισε από ιστορίες και θρύλους για πνεύματα και θεότητες συγκεκριμένων τόπων, που οι άνθρωποι πάντοτε τα αναγνώριζαν και τα λάτρευαν σε όλες τις εποχές της ιστορίας του κόσμου.
Πριν προλάβω όμως να φτάσω σε κάποια πιθανή ερμηνεία, κάτι με έσπρωξε να βγω παραέξω απ’ το αντίσκηνο, κι έτσι προχώρησα μπουσουλώντας πάνω στην άμμο, κι ύστερα σηκώθηκα όρθιος. Ένιωσα το έδαφος ακόμα ζεστό κάτω απ’ τα γυμνά μου πόδια· ο άνεμος μου άρπαζε το πρόσωπο και τα μαλλιά· κι ο ήχος του ποταμού χίμηξε σαν βρυχηθμός στ’ αυτιά μου
Όλα αυτά, το ήξερα, ήταν πραγματικά, και αποδείκνυαν ότι οι αισθήσεις μου λειτουργούσαν φυσιολογικά. Όμως οι μορφές ακόμα υψώνονταν προς τα ουράνια, σιωπηλές, μεγαλόπρεπες, με μια τέτοια ελικοειδή χάρη και δύναμη που τελικά με κυρίεψε πλήρως ένα βαθύ αίσθημα γνήσιας θρησκευτικής λατρείας. Ένιωσα την ανάγκη να πέσω στα γόνατα και να προσκυνήσω — να προσκυνήσω λατρευτικά.
Δεν αποκλείεται σε λίγη ώρα να το είχα κάνει, όμως μια ριπή ανέμου με χτύπησε τόσο δυνατά από το πλάι που μ’ έκανε να παρα πατήσω και σχεδόν να πέσω κάτω. Ήταν σαν να έδιωξε βίαια το όνειρο από μέσα μου. Αν μη τι άλλο, με ανάγκασε να δω τα πράγματα από άλλη οπτική. Οι μορφές παρέμειναν εκεί, συνέχιζαν να βγαίνουν απ’ την καρδιά της νύχτας και ν’ ανεβαίνουν στον ουρανό, αλλά τώρα άρχισε να παίρνει τα ηνία η λογική μου.
Μάλλον είναι υποκειμενική εμπειρία, είπα μέσα μου — πράγμα που δεν την έκανε, βέβαια, λιγότερο πραγματική. Πάντως, σίγουρα ήταν υποκειμενική. Το φως του φεγγαριού και τα κλαδιά συνδυάζονταν και ζωγράφιζαν αυτές τις εικόνες στο κάτοπτρο της φαντασίας μου, κι εγώ για κάποιο λόγο τις πρόβαλλα με τη σειρά μου προς τα έξω και τις έκανα να φαντάζουν αντικειμενικές. Ήξερα πως, αναμφίβολα, έτσι πρέπει να ήταν τα πράγματα.
Η σκέψη αυτή μου έδωσε θάρρος, κι άρχισα να προχωρώ στο αμμώδες ξέφωτο. Κι όμως, για το Θεό, ήταν δυνατό να είναι όλα αυτά μια φρεναπάτη; Απλώς υποκειμενικές εικόνες; Μήπως η λογική μου πρόβαλλε απλώς τα παλιά, ματαιόσπουδα επιχειρήματά της, χρησιμοποιώντας ως μόνο κριτήριο τα ελάχιστα πράγματα που μας είναι ήδη γνωστά»;
Άλτζερνον Μπλάκγουντ, Οι Ιτιές, Μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, (εκδ. ΔΩΜΑ). Ο Algernon Blackwood (1869– 1951) γεννήθηκε στο Κεντ, σε οικογένεια της βρετανικής υψηλής αριστοκρατίας, και έλαβε μόρφωση αντίστοιχη της τάξης του. Το 1890 εγκατέλειψε τις σπουδές του και μετανάστευσε αρχικά στον Καναδά και έπειτα στις ΗΠΑ, όπου δραστηριοποιήθηκε χωρίς επιτυχία σε διάφορες επιχειρήσεις. Το 1899 επέστρεψε στην Αγγλία, και το 1906 εξέδωσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων. Οι Ιτιές εκδόθηκαν το 1907 ως μέρος της συλλογής διηγημάτων The Listener and Other Stories· πρόκειται για το έργο που ο Χ. Φ. Λάβκραφτ χαρακτήρισε ως το μεγαλύτερο αριστούργημα της λογοτεχνίας του παραδόξου.