Σε όλη τη διαδρομή προς το σπίτι έκλαιγε γοερά. Ήταν φθινόπωρο, επτά χρόνια πριν. Είχα βάλει το κουτάκι μεταφοράς στο κάθισμα του συνοδηγού. Στα κόκκινα φανάρια τής έριχνα κλεφτές ματιές. «Γάτα δύο ετών» έγραφε η αγγελία που είχε βάλει στο περιοδικό κυριακάτικης εφημερίδας η Ελένη, η «αγία» των αδεσπότων της Νέας Σμύρνης (δεκάδες ταλαιπωρημένα πλάσματα της χρωστούν τη σωτηρία τους). Και όµως, έτσι όπως είχε μαζευτεί σε µια γωνιά, ένα γκριζόασπρο κουβάρι, έδειχνε πιο μικρή.
Όταν η πόρτα του διαμερίσματος έκλεισε πίσω μας και την ελευθέρωσα, έβγαλε μια κραυγή απόγνωσης και χώθηκε κάτω από τον καναπέ. Σε έναν υπόγειο, αθέατο κόσμο έμελλε να περάσει τις πρώτες εβδομάδες της κοινής μας ζωής: κάτω από καναπέδες, τραπέζια και κρεβάτια, πίσω από κουρτίνες, βιβλιοθήκες και γλάστρες. Μόνο τα μουστάκια και την άσπρη μουσούδα της βλέπαμε καμιά φορά τις μέρες και τα μάτια της που λαμπύριζαν τις νύχτες. Κι εκείνη παρακολουθούσε τις κινήσεις μας, αφουγκραζόταν τους θορύβους του σπιτιού και έβγαινε στα κλεφτά, εκμεταλλευόμενη κάθε φορά την απουσία μας, για να φάει, να πιει λίγο νερό και να επισκεφτεί την άμμο της.
Ήξερα πως το σοκ ήταν για κείνη μεγάλο: από την ελευθερία -αλλά και τους κινδύνους- του δρόμου, βρέθηκε απότομα σε ένα ασφαλές αλλά άγνωστο και ανεξερεύνητο περιβάλλον. Ήξερα πως είχε περάσει πολλά. Οι δύο κυνόδοντές της ήταν ήδη ραγισμένοι, πιθανότατα από κλοτσιά κάποιου «στοργικού φιλόζωου», όπως είπε η κτηνίατρος. Δεν την πίεσα, λοιπόν. Μόνο πλησίαζα, σε απόσταση που να μην αισθάνεται ότι απειλείται, το «καταφύγιό» της, καθόμουν οκλαδόν στο πάτωμα και της μιλούσα. Κι έπειτα άρχισα να απλώνω τα χέρια μου προς την πλευρά της, για να μάθει τη μυρωδιά µου. ∆εν προσπαθούσα να την αγγίξω. Κοιταζόμασταν για ώρα. «Μετρούσαμε» η μία την άλλη. Επί μέρες, η ίδια διαδικασία.
Μια νύχτα, έπειτα από λίγο καιρό, καθώς χουζούρευα στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση, εκείνη «ζύγισε» την κατάσταση και πήρε την απόφασή της. Βγήκε από την κρυψώνα της και πήδηξε πάνω στα πόδια μου – με άνεση, λες και ήταν κάτι που έκανε κάθε μέρα Βολεύτηκε στην αγκαλιά µου και αποκοιμήθηκε. Είχε κρίνει πως ήρθε η ώρα να εμπιστευτεί τους νέους συγκατοίκους της.
Στο υπέροχο βιβλίο «Η γάτα μέσα μας» (εκδόσεις Απόπειρα), ο Γουίλιαμ Μπάροουζ (William Burroughs) υποστηρίζει πως ο σκύλος σού προσφέρει τις υπηρεσίες του, ενώ η γάτα τον εαυτό της. Γνωστός γατόφιλος, ο Αμερικανός συγγραφέας μεροληπτεί, νοµίζω, κατά των σκυλιών. Έχει δίκιο, αλλά εν μέρει. Η γάτα, πράγματι, σου δίνεται, σε πείσμα όσων επιμένουν να την περιγράφουν ως εγωίστρια, μονόχνοτη, ύπουλη, αντικοινωνική και άφιλη.
Μόνο που αυτό δεν θα γίνει ποτέ άνευ όρων, ούτε από συµφέρον, µόνο και µόνο για ένα πιάτο φαΐ. Πρέπει πρώτα να την κατακτήσεις. Τότε και θα σου παραδοθεί, θα σου χαρίσει όλη την αγάπη, τη στοργή και την αφοσίωσή της. Και αυτό ήταν το πρώτο µάθηµα που µου έδωσε η Ρίνα (Γουργουρίνα) µας…
Διαβάστε επίσης: Χέμινγουεϊ: Γάτα στη βροχή
Ακολουθήστε μας στο Instagram και στο Facebook για να βλέπετε τα άρθρα που σας ενδιαφέρουν