Ένας αλληγορικός μονόλογος για τον σύγχρονο άνθρωπο. Από τον Δημήτρη Πώρο
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΩΡΟΣ
15 Ιανουαρίου 2015
ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΩ ΑΝ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΦΥΓΩ. Δεν γινόταν να μείνω, αυτό το θυμάμαι. Πιο δυνατός αυτός που πήρε τη θέση μου. Έκλαιγα, όταν τον είδα να προθυμοποιείται, αλλά κι εκείνος κατάλαβε ότι μόνο δυο λύσεις υπήρχαν. Και στο κάτω-κάτω της γραφής, μου έμοιαζε αρκετά. Δεν είμαι εγώ πάντως. Δεν θα μπορούσα άλλωστε... Θυσιάστηκε για να μπορώ να υπάρχω.
ΜΕ ΣΥΜΒΟΥΛΕΨΕ ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΝΩ ΚΑΜΙΑ ΤΡΕΛΑ, γιατί κάποτε μπορεί να αλλάξει κάτι και να ζητήσω να επιστρέψω. Του εξήγησα πως είμαι κιόλας νεκρός. «Πέθανε από αηδία», είπαν εκείνοι που κατάλαβαν. Δεν μπόρεσε να αντέξει το βάρος της κατηγορίας εναντίον του. Τον ονόμασαν Άνθρωπο. Το θεώρησε μεγάλη προσβολή, θύμωσε. Ώσπου κοιτάχτηκε τυχαία σε κάποιο καθρέφτη. Στεναχωρήθηκε. Είχαν δίκιο. Άνθρωπος ήταν. Με όλα όσα αυτό συνεπάγεται. Και συνεπάγεται πολλά. Τα περισσότερα, δυσάρεστα.
ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΛΟΙΠΟΝ. Ε, ΟΧΙ ΡΕ Δεν θέλω να είμαι ένας από εσάς. Θα πρέπει κάθε φορά που σας φτύνω, να ρίχνω μια και στον εαυτό μου. Άσε που θα βρεθούν φυσικά και κάποιοι να φτύσουν και μένα -με όλο τους το δίκιο- και μπορεί εκείνη την ημέρα εγώ να παραλαμβάνω καμιά τιμητική διάκριση. Γιατί έχουμε εμείς οι Άνθρωποι αυτό το έθιμο. Παρασημοφορούμαστε μεταξύ μας. Για απίθανα πράγματα. Ακόμα και για φόνους.
ΦΑΝΤΑΖΕΣΑΙ ΤΙ ΓΕΛΟΙΟΣ ΘΑ ΕΙΜΑΙ, κατάπτυστος, να παραλαμβάνω καμιά πλακέτα; Βαρέθηκα να γελοιοποιούμαι. Εσείς αργείτε;
Διαβάστε επίσης:
Το από δω κι εμπρός μετράει
Αυτά που αγαπήσαμε βαθιά
Αντί να γκρινιάζεις στο σκοτάδι, άναψε ένα κερί
Ο διαχωρισμός του μυαλού και της καρδιάς
Οι αξίες της καρδιάς
εμφάνιση σχολίων