Γιαγιάδες κολύμπησαν για να σώσουν τα εγγόνια τους. Αιγύπτιοι ψαράδες ανάστησαν ανθρώπους από τη θάλασσα με χίλια μποφόρ. Πυροσβέστες έσωσαν ανθρώπους και ζώα και γη. Άνθρωποι άνοιξαν τα σπίτια τους, χάρισαν το αίμα τους.
Σε μια ξεχαρβαλωμένη χώρα, χωρίς βενζίνη στη μηχανή, «δεν λειτουργεί τίποτα» -το επαναλαμβάνουμε καθημερινά, σαν βρισιά., αλλά που και που ξυπνάμε από τον κόσμο τον ιδιωτικό και βλέπουμε την αλήθεια: η μηχανή θα λειτουργήσει, θέλει-δε θέλει, όταν την σπρώχνουν άνθρωποι.
Γίνονται θαύματα λέμε. Όταν η κρατική μηχανή δεν είναι μηχανή αλλά άνθρωποι. Όταν οι άνθρωποι δεν γίνονται μηχανές. Μπροστά σε αυτήν την «ανθρωπένια» συνειδητοποίηση οι συνηθισμένες εξηγήσεις -όλα οφείλονται στην κακή οργάνωση, σε μια τεχνική ανωμαλία, στους πολιτικούς ή η ελπίδα ότι όλα θα φτιάξουν κάπου, κάποτε, από κάποιους, με έναν νόμο, ένα κόμμα ή έναν καλύτερο μάνατζερ- σταματούν να αποκτούν νόημα. Κάτι τέτοιες ώρες βλέπουμε με μάτια καθαρά: Τον κόσμο τον νοηματοδοτούμε, τον χτίζουμε, τον κληροδοτούμε Εμείς. Εμείς, τα γρανάζια. Εμείς οι πολίτες. Εμείς οι άνθρωποι. Εμείς εσύ. Εμείς εγώ.
Χρειάζεται να τοποθετήσουμε το προσωπικό συμφέρον πιο χαμηλά και τη δικαιοσύνη πιο ψηλά. Υπάρχει ανάγκη να ζητήσουμε ανυποχώρητοι το συμφέρον των όλων απέναντι στο συμφέρον του ενός. Κι όπως λέει ο δάσκαλος Μαλατέστα χρειάζεται να είμαστε αδιάλλακτοι απέναντι στην αδικία των λίγων αλλά και ταυτόχρονα ανεκτικοί προς όλες τις κοινωνικές σχέσεις που συνδέουν τις ομάδες ανθρώπων, στο βαθμό που δεν απειλούν την ισοτιμία μας.
Τα δάση και οι άνθρωποι και τα παιδιά και τα ζώα. Και όλα τα καλοκαίρια στη θάλασσα που η μαμά σου σε περίμενε με γεμιστά στην αυλή κι οι γιαγιάδες μας που μας μάλωναν, να μη σπαταλάμε το νερό με μπουγέλα. Αυτά θα έπρεπε να συζητάμε σήμερα.
Όλοι για έναν και ένας για όλους φίλε Ντ’ Αρντανιάν, κι από ένα δεντράκι, που θα γίνει δάσος και θα καταπιεί κάποτε τις κακές αναμνήσεις. Ανταλλαγές οξυγόνου σαν φιλιά ζωής.
Στις 23 Ιουλίου 2018 μια φωτιά έγινε για πολλοστή φορά η αιτία να καεί ένα μεγάλο μέρος της Ανατολικής Αττικής: αυτή τη φορά χιλιάδες στρέμματα δασών κάηκαν, δεκάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και οικισμοί εξαφανίστηκαν από το χάρτη μέσα σε ένα απόγευμα. Την ώρα που γράφτηκε αυτό το κείμενο οι φωτιές δεν είχαν σβηστεί ακόμα, η διάσωση δεν είχε ολοκληρωθεί, η αιτία της πυρκαγιάς δεν είχε ανακαλυφθεί και η μόνη παρηγοριά δίπλα στο πένθος των ανθρώπων ήταν η αλληλεγγύη.