Γράφει ο Ματθαίος Λεωνίδας
Το παρακάτω βιβλιοκριτικό δοκίμιο αφορά σε μια ερμηνεία της γλωσσικής τροπικότητας που υιοθετεί η Μαλβίνα Κάραλη στα γραπτά της έργα, καθώς επίσης και σε μια θεωρητική προσέγγιση του γενικότερου ύφους της ως διακριτού συγγραφικού και λογοτεχνικού είδους.DOCTV.GR
28 Ιουνίου 2024
Μπορεί να έχουν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από το θάνατό της και η δεκαετία του 1990 κατά την οποία μεσουρανούσε κυριολεκτικά στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης να μοιάζει πολύ μακρινή και απροσπέλαστη, όμως κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως τουλάχιστον τα κείμενα που άφησε πίσω της, είτε σε μορφή βιβλίου, είτε σε μορφή στήλης σε εφημερίδες και περιοδικά, γραμμένα σε συγκεκριμένη εποχή με συγκεκριμένη ποιότητα, είναι δύσκολο να διαβαστούν και στο σήμερα και να δεχτούν κριτική και επανάγνωση από ανθρώπους που δεν έζησαν ούτε την ίδια, ούτε τα χρόνια της, εντούτοις την εκτίμησαν αργότερα.
Η Μαλβίνα Κάραλη εργάστηκε επί χρόνια ως δημοσιογράφος και παρουσιάστρια σε διάφορες εφημερίδες, περιοδικά και ραδιοτηλεοπτικά μέσα. Η καριέρα της ξεκίνησε ήδη από τη δεκαετία του 1970, όταν έκανε συνεντεύξεις ως ρεπόρτερ για την κρατική τηλεόραση. Από εκεί και πέρα μεταπήδησε και σε άλλους σταθμούς με θρυλικές εκπομπές που άφησαν εποχή, κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο προσέγγιζε την επικαιρότητα και την ημερήσια τηλεοπτική ατζέντα. Η Κάραλη έγινε γνωστή και καθιερώθηκε στην κοινή γνώμη ως ένα πρόσωπο που, ενώ φαινόταν να μην ταιριάζει τόσο στο τηλεοπτικό κάδρο (πράγμα που καθομολογούσε και η ίδια), βρισκόταν εκεί προκειμένου να εκφέρει την άποψή της ανερυθρίαστα, χωρίς απαραίτητα να επιθυμεί να αποκτήσει ένα κοινό ή να γίνει διδακτική.
Κάποιες από τις εκπομπές της αφορούσαν σε ζητήματα δισκογραφίας, άλλες είχαν να κάνουν με τη μαγειρική, σε άλλες έκανε συνεντεύξεις με διασημότητες. Αυτό, όμως, για το οποίο έμεινε στην ιστορία της τηλεόρασης ήταν οι εκπομπές της Malvina Live, Μalvina Hostess και Malvina Rixten, οι οποίες λειτουργούσαν ως επιθεωρησιακές πρόζες πριν ή μετά το κεντρικό δελτίο ειδήσεων των σταθμών, μέσα από τις οποίες ασκούσε δριμύτατη και καυστική κριτική σε προσωπικότητες του τότε πολιτικού σκηνικού, της μόδας, της τηλεόρασης και όχι μόνο.
Όπως είναι φυσικό, η ίδια η διάρθρωση της ατζέντας της την κατέστησε ένα πρόσωπο πλήρως αμφιλεγόμενο κι αιρετικό, τόσο από την κοινή γνώμη, όσο και από τους ίδιους τους τηλεοπτικούς φορείς που, λόγω του απροκάλυπτου πολιτικού χρωματισμού τους ως ιδιωτικές επιχειρήσεις, δυσκολεύονταν ενίοτε να φιλοξενήσουν το δικό της προϊόν, αλλά και από τον πολιτικό χώρο, ο οποίος της άσκησε πραγματικό πόλεμο, φτάνοντας μέχρι και το σημείο της απειλής.
Ακόμα και η ίδια η γλώσσα που χρησιμοποιούσε στον τηλεοπτικό της λόγο διακρινόταν από μια ιδιομορφία που την καθιστούσε αναγνωρίσιμη, καθώς διαρθρωνόταν σε ένα μεγάλο εύρος ανάμειξης διαφορετικών τύπων γλώσσας ή ιδιωμάτων, όπως η καθαρεύουσα, η αργκοτική γλώσσα (χαρακτηριστική η χρήση των καλιαρντών, της «κρυφής» διαλέκτου των ομοφυλοφίλων), διάφοροι έξυπνοι νεολογισμοί και συντακτικές αμέλειες (όπως η αλλαγή του άρθρου σε ουσιαστικά και επίθετα), μεγάλη χρήση παροιμιών και αποφθεγμάτων.
Το αποτέλεσμα ήταν να γίνεται μια χρήση της ελληνικής που άλλοτε δίχαζε τον τηλεθεατή και άλλοτε του παρακινούσε το ενδιαφέρον, όσο κι αν εκλαμβανόταν ως δυσνόητη. Άλλωστε και η ίδια προέβαινε σε αυτή την επιλογή μάλλον για να προσδώσει μια πιο χιουμοριστική και σατιρική – όχι απαραίτητα τηλεοπτική – άποψη στα γεγονότα που σχολίαζε με συγκεκριμένο τρόπο, τα οποία και υπαγόρευαν μια τέτοια χρήση.
Εντούτοις, εκτός από την τηλεοπτική Μαλβίνα Κάραλη, υπήρξε και η βιβλιογραφική διάσταση της προσωπικότητάς της, η οποία μέσα σε μια δεκαετία σχεδόν έλαβε την έκταση έντεκα γραπτών εκδόσεων, οι πιο πολλές από τις οποίες έγιναν από τον οίκο Αστάρτη, με τον οποίο συνεργαζόταν. Πέντε από αυτές τις εκδόσεις αφορούσαν σε μια σειρά βιβλίων μαγειρικής, την οποία και λάτρευε (Συνταγές για κόρες ακαμάτρες, Μαλβινέζικα, Συνταγές για κουζίνα αποψάτη, Πιάτα της απάτης, Συνταγές κατάλληλες για όλους).
Έχει γράψει τρία μυθιστορήματα (Αθώος σαν αγαπημένος, Τα κορίτσια στη Σαβάνα, Πιο πολύ, πιο πολλοί), ενώ παράλληλα έγραψε και τη μυθιστορηματική βιογραφία της Αλίκης Βουγιουκλάκη (Γλυκό κορίτσι), με την οποία διατηρούσε στενή φιλική σχέση. Επίσης, το 1996 οι εκδόσεις Κάκτος κυκλοφόρησαν το βιβλίο Έρωτας και άλλες πολεμικές τέχνες, το οποίο ήταν μια συλλογή επιλεγμένων κειμένων της, δημοσιευμένα στο περιοδικό ΓΥΝΑΙΚΑ κατά το διάστημα των χρόνων 1989-1996. Το συγκεκριμένο βιβλίο επανακυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2018, επαναφέροντας έτσι το όνομά της στο τραπέζι και ανοίγοντας ξανά τη συζήτηση γύρω από το πρόσωπό της, τον τρόπο με τον οποίο προσέγγιζε τη γλώσσα στα κείμενά της, τα θέματα με τα οποία καταπιανόταν, το έργο της συνολικά.
Το 2005 ο φίλος της Στάθης Τσαγκαρουσιάνος, δημοσιογράφος και εκδότης, συνέλεξε τα τελευταία δημοσιευμένα κείμενά της σε μια συλλογική έκδοση, με τον τίτλο Σαββατογεννημένη, ίδιο με αυτόν της στήλης που διατηρούσε στο περιοδικό Symbol. Πρόκειται ίσως για τα ομορφότερα κείμενά της, γραμμένα κατά την τελευταία περίοδο της ζωής της και επηρεασμένα από τη μάχη της με τον καρκίνο, εξαιτίας του οποίου εξέπνευσε τον Ιούνιο του 2002. Κείμενα ατόφια με μια λυτρωτική διάθεση, στα οποία ενδοβάλλεται η επίγνωση του επικείμενου τέλους, που την καθιστά σχεδόν ένα φιλόσοφο στη ζωή.
Ο έρωτας έχει ονομαστεί από την ίδια ως τέχνη. Ως τέχνη ορίζει, επίσης, και τη μαγειρική, «μια λαϊκή τέχνη με άμεση χρηστική αξία». Εκτός από τις μαγειρικές εκδόσεις της, οι οποίες μέσα από την παράθεση συνταγών και μεθόδων εκτέλεσής τους ενέχουν τον ερωτισμό μόνο στο πλαίσιο της απόλαυσης που λαμβάνει κανείς ικανοποιώντας τη βιολογική ανάγκη της τροφής και του φαγητού, όλα τα υπόλοιπα βιβλία που έχει γράψει η Μαλβίνα αφορμώνται και θέτουν ως βασικό τους άξονα τη συζήτηση γύρω από τον έρωτα ως κοινωνική συνθήκη, τον έρωτα ως έμφυτη ανάγκη, ως κινητοποίηση, ως καταλύτη διαμόρφωσης σχέσεων ή ρήξης τους, τον έρωτα ως σύστημα.
Ως ένα άτομο που παντρεύτηκε τρεις φορές στη ζωή του με ανθρώπους-δημιουργούς, ανθρώπους που «κάτι τους έτρωγε μέσα τους», όπως είχε αναφέρει σε συνέντευξή της, θα μπορούσε κανείς να πει πως η διά βίου ενασχόλησή της με το ζήτημα του έρωτα δεν έρχεται σε ισορροπία με τον αριθμό των επαφών της με τους άνδρες. Φυσικά, το παραπάνω καταρρίπτει ο βαθμός εμβάθυνσης και συναισθηματικής συμμετοχής που τη διέκρινε στις σχέσεις της, τα οποία φαίνεται να ήσαν ισχυρά, όπως αναφέρεται στα βιβλία της, αλλά και όπως έχει συζητηθεί πάρα πολλές φορές για την ίδια από άλλους. Ήταν ένας άνθρωπος που φαίνεται να αγαπούσε αληθινά, ή τουλάχιστον να προσπαθεί γι’ αυτό.
Οι σπουδές της στη σχολή Κυβερνητικής του Παρισιού και η μελέτη της στη θεωρία διαφόρων συστημάτων με εσωτερική δομή τής έδωσαν το προνόμιο να ζήσει την ενήλικη ζωή της έχοντας κατά νου τον ορισμό που διδάχτηκε στο πανεπιστήμιο και δηλώνει πως «έρωτας σημαίνει καταστροφή, απορρύθμιση ενός συστήματος από ένα άλλο». Η ατακαδόρικη και κυνική αυτή προσέγγιση μιας τόσο ασταθούς, αντίρροπης και μεταβαλλόμενης εμπειρίας, όπως είναι ο έρωτας, καταδεικνύουν την αντιδικία και την κόντρα στον έρωτα ως γεγονότος αυτού καθαυτού, την αισχρότητά του κατ’ επέκταση, καθώς αποτελεί μια κατάσταση καταβαράθρωσης του άλλου όταν παύσει ο ίδιος να υφίσταται.
Ως επί το πλείστον, ωστόσο, ο έρωτας στο λόγο της θεάται μέσα από τα μάτια της γυναίκας, αναγάγοντας το έργο εν συνόλω σε μια φεμινιστική προσέγγιση περί έρωτος, όχι τόσο από την πλευρά του ακτιβισμού και της διάκρισης των φύλων, όσο από την πλευρά της κατασκευής των φύλων∙ πολλές ήταν οι φορές, ακόμα και στην ίδια τη ζωή της Κάραλη, έτσι όπως κατά καιρούς αναφέρουν οι άνθρωποι που τη γνώριζαν, όπου αρεσκόταν σε μια πιο παθητική στάση ως γυναίκα, στο πλαίσιο της οποίας ο άντρας ήταν εκείνος ο οποίος θα διακρινόταν από μια μεγαλύτερη δυναμική παρουσία, ώστε να ισορροπήσει η σχέση που συνάπτεται. Όχι, πιθανώς, φετιχιστικά, αλλά πιο πολύ συμβιβαστικά, ακολουθώντας ίσως τη ροή κάποιας φυσικής τάξης των πραγμάτων.
Η μυθιστορηματική έποψη του έρωτα στα βιβλία της, ξεδιπλώνεται και σκιαγραφείται καλύτερα στα λογοτεχνικά βιβλία της, Αθώος σαν αγαπημένος, Τα κορίτσια στη Σαβάνα και Πιο πολύ, πιο πολλοί. Ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου, σύμφωνα με την ίδια, απηχεί σε μια διευρυμένη αγκαλιά για τους έρωτες που έρχονται, με ό,τι κι αν αυτοί φέρουν μαζί τους. Μια ιστορία τριών γυναικών (χωρίς απαραίτητα η εσωτερική αφήγηση να γίνεται από τα μάτια μιας γυναίκας) σε μια διαδρομή, ένα ταξίδι.
Το βιβλίο αναφέρεται σε τρεις διαφορετικούς πολιτισμούς (τον ορθόδοξο, τον μουσουλμανικό και τον εβραϊκό) και κάνει λόγο και για την κρίση της οικογένειας, για τη ροή μεταναστών στη χώρα μας και για το πρόβλημα της αποδοχής αυτών (γεγονός επίκαιρο για το 2000, όπως και για σήμερα), ενώ στόχος της δεν ήταν να κάνει λόγο για την ελληνική πραγματικότητα, παρά να μιλήσει για τον έρωτα μιας γυναίκας, της Χάνα. «Χίλιοι άνθρωποι μέσα στο μπαρ και είναι άδειο. Κανένας. Μπαίνει ο έρωτάς σου, τότε μόνο χίλιοι ένας. Οι χίλιοι απλώς κομπάρσοι». Το μικρό αυτό απόσπασμα από το βιβλίο συμπυκνώνει και το μήνυμα που θέλει να μεταφέρει μέσα απ΄αυτό, το ότι δηλαδή όσο πιο πολύ το συναίσθημα, τόσο πιο πολλοί οι άνθρωποι.
Ακόμα και στη συγγραφή της βιογραφίας της φίλης της Αλίκης Βουγιουκλάκη, το ερωτικό στοιχείο δεν εκλείπει ως βασικός παράγοντας κινητοποίησης και δράσης για τη γυναικεία φύση. Προσεγγίζοντας την ταραχώδη ζωή της ηθοποιού από μια μυθιστορηματική άποψη περισσότερο, παρά ως μια αδέκαστη και αμερόληπτη βιογράφος, περιγράφει τις επιλογές της ζωής της από την οπτική γωνία της καλής φίλης που καταλαβαίνει, γιατί τα έχει περάσει και η ίδια. Ο ίδιος ο τίτλος, άλλωστε, προδιαθέτει τον αναγνώστη και κάνει φανερή την επιμερισμένη παρατήρηση στην προσωπικότητά της.
Πολλές φορές μέσα στο βιβλίο οι περιγραφές κάνουν λόγο για μια Μαλβίνα, η οποία προσεγγίζει τα λάθη της Αλίκης στους άντρες από την άποψη «εγώ σου τα ‘λεγα», δικαιολογώντας την την ίδια στιγμή. Αυτό ίσως να γίνεται σε μια προσπάθεια να διατηρηθεί η ιδέα της μοιραίας γυναίκας για τη μεγάλη και αείμνηστη ηθοποιό ως λαϊκού ειδώλου τόσο στα μάτια του αναγνώστη, όσο και στα μάτια της ίδιας της συγγραφέως, η θέση της οποίας δεν της επιτρέπει έναν αποδομητικό λόγο, δεδομένου ότι στη συμπεριφορά της φίλης της ίσως να αντικατοπτρίζονται προσωπικές της προβολές.
Σε διαφορετική περίπτωση δεν θα περιέγραφε τη ζωή της ως «γνώστης» των πραγμάτων. Ήταν αρκετά τα κοινά των δύο γυναικών μεταξύ τους, άλλωστε, όχι όμως στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζαν τους άντρες∙ η Βουγιουκλάκη πάντοτε αναζητούσε τον πατέρα της, ενώ η Κάραλη τον άντρα της.
Η συλλογή των άρθρων της στο περιοδικό ΓΥΝΑΙΚΑ στο βιβλίο Έρωτας και άλλες πολεμικές τέχνες, ένεκα του ότι καλύπτει ένα χρονικό διάστημα επτά χρόνων εβδομαδιαίας δημοσίευσης επιφυλλίδας, αποτελεί μια ιδανική ποσότητα μελέτης της Μαλβίνας Κάραλη ως προσωπικότητας, δημοσιογράφου, εξωτερικού παρατηρητή-ανθρώπου, γυναίκας που ονειρεύεται, γυναίκας που επιθυμεί να εκφράσει μιαν άποψη κι ας μη γίνει αποδεκτή. Η συλλογή αποτελείται από 80 κείμενα χωρισμένα ανά έτος δημοσίευσης, από το 1989 έως και το 1990 και εκτείνεται σε 426 σελίδες.
Είναι το εκτενέστερο και ίσως το μοναδικό της συγγραφικό έργο μέσα από το οποίο ξεδιπλώνεται ευρέως ο χαρακτήρας της πάνω στο χαρτί. Αν κάποιο από τα βιβλία της Κάραλη μπορούσε να ταυτιστεί με την εικόνα της Κάραλη των τηλεοπτικών συνεντεύξεων με εξομολογήσεις και συζητήσεις βάθους (όπως για παράδειγμα οι αξέχαστες εκπομπές της Mea Culpa στο σταθμό Seven X, ή Το έγκλημα της Τρίτης στον ΑΝΤ1), αυτό θα ήταν το συγκεκριμένο.
Διαβάζοντάς το θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει πως είναι το πιο αμφιλεγόμενό της έργο – κυρίως για το περιεχόμενό του, το οποίο φανερώνει τον χαρακτήρα και τη στάση της. Στο βιβλίο αυτό εμφανίζεται ένας φορμαλισμός, ο οποίος διέκρινε τα άρθρα της Κάραλη στα φύλλα όπου για χρόνια δημοσίευε. Σχεδόν κάθε ένα από τα κείμενα ξεκινούν είτε με αφορμή ένα γεγονός, το οποίο περιγράφεται σε πρώτο πρόσωπο («Καθόμουν στην παραλία της Χαλκίδας μ’ έναν Κούντερα στο χέρι…», «Χάζευα στην τηλεόραση και σκεφτόμουν πως…», «Τον βρήκα γελαστό γελαστό μπροστά σ’ ένα ντοκουμέντο…», «Αυτό που θα σας πω, δεν είναι καλτ,…»), είτε με κάποια φανταστική συζήτησή της με τον Μίλαν Κούντερα, τον αγαπημένο της Τσέχο συγγραφέα, τον οποίο λάτρευε και είχε αναγάγει σε έναν από τους Μεγάλους Πατέρες της («Δεν ήταν η Ρουζένα, δεν ήταν η Σαμπίνα. Ποια ήταν, Μαλβίνα; Με ρώτησε ο Μίλαν Κ….», «Θέλω να σου επιστήσω την προσοχή, γλυκιά μου Σαμπίνα, μου είπε ο Μίλαν Κ….»), είτε με κάποιο διάλογό της με φίλους της, τους οποίους και αναφέρει με τα αρχικά τους («Μην το παίρνεις κατάκαρδα, είπε ο φίλος μου Π.Μ….»).
Ένα άλλο χαρακτηριστικό που διακρίνει όλα αυτά τα κείμενα είναι η αναφορά της σε διάφορα ονόματα, από τη μία θεωρητικών, ακαδημαϊκών ή συγγραφέων που αγαπούσε να μελετά (Πασκάλ Μπρικνέρ, Ουμπέρτο Έκο, Μισέλ Τουρνιέ, Μίλαν Κούντερα, Χέρμαν Μπρόχ, Ρολάν Μπαρτ, Ζορζ Μπατάιγ, Φραντς Κάφκα), είτε οικείων προσώπων της, στους οποίους αναφερόταν με τα αρχικά τους, ίσως για να μην τους προδώσει (Π.Β., Γ.Χ., Π.Μ., Γ.Τ.).
Οι περισσότεροι από τους θεωρητικούς που αναφέρει αποτελούν απόφοιτους της Γαλλικής σχολής και της ύστερης σημειολογίας, απόφοιτη και θιασώτρια της οποίας αποτελούσε και η ίδια, καθώς έκανε σπουδές στο εξωτερικό και διάβαζε πάρα πολλά είδη βιβλίων και μνημόνευε πολλούς συγγραφείς. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως η ίδια προβαίνει σε όλες αυτές τις αναφορές διασήμων για εντυπωσιασμό όσων τη διαβάζουν (τη λεγόμενη τακτική name-dropping), αμελώντας ίσως τα χαρακτηριστικά του ακροατηρίου στο οποίο απευθυνόταν μέσα από αυτά τα κείμενα.
Υπάρχει η αντίληψη πως τα άρθρα της Μαλβίνας Κάραλη στο περιοδικό ΓΥΝΑΙΚΑ διαμόρφωσαν τη γυναικεία ψυχοσύνθεση των δεκαετιών του 1980 και του 1990. Αυτό δεν είναι τόσο μια άποψη που αποτυπώθηκε ρητά, όσο μια εντύπωση που αποκτήθηκε για την ίδια και τα κείμενά της από το γυναικείο πληθυσμό που τη διάβαζε.
Είναι εμφανές πως διαβάζοντας τα κείμενα αυτά παρατηρείται ένας εμφανής διδακτισμός εκ μέρους της, ο οποίος όμως θέτει εν αμφιβόλω το αν υπάρχει αντίκρισμα από την πλευρά του κοινού και ανοίγει τη συζήτηση για έναν αντίλογο πάνω στο έργο της. Ο στόχος της, βέβαια, μέσα από αυτή τη συνομιλία με το κοινό της ήταν να γεφυρώσει την επικοινωνία με κριτήριο μια υφέρπουσα γυναικεία αλληλεγγύη μεταξύ των δύο πλευρών, την οποία ενδεχομένως να ενστερνιζόταν, εφόσον παρείχε συμβουλές για τους άνδρες, απόψεις περί σημείων, κινηματογράφου κλπ.
Τα γυναικεία περιοδικά που εμφανίστηκαν στη χώρα μας κατά τη δεκαετία του 1980, αποτελούσαν σε μεγάλο βαθμό μια αντιγραφή ή προσαρμογή αντίστοιχων εκδόσεων του εξωτερικού, ενώ η ύλη τους αφορούσε σε έντονη εικονογράφηση και θέματα κοσμικής επικαιρότητας, lifestyle, αυτοβελτίωσης, ενώ παράλληλα γίνονταν προτάσεις για θεάματα, κινηματογραφικές ή μουσικές παραγωγές, ζητήματα μόδας κ.α. Όπως είναι αναμενόμενο, το μεγαλύτερο ποσοστό του γυναικείου κοινού που διάβαζε αυτά τα περιοδικά, ανήκε κατά πάσα πιθανότητα στις μεσαίες κοινωνικές τάξεις και παραξενευόταν μπροστά στην διαρκή αυτή αναφορά συγγραφέων που δεν γνώριζε και ίσως να μη διάβαζε και ποτέ, καλλιτεχνών των οποίων το έργο αγνοούσε, τοποθεσιών στις οποίες δεν θα ταξίδευε ποτέ.
Παρ΄όλα αυτά, η συγγραφέας λειτούργησε ως αμνήμων στη συγκεκριμένη περίπτωση και χρησιμοποίησε το μέσο προκειμένου να παρουσιάσει τις απόψεις που η ίδια επιθυμούσε, να προωθήσει τα άτομα που η ίδια γνώριζε, να περιαυτολογήσει ασυστόλως για ταξίδια που έκανε σε ακριβούς προορισμούς προκειμένου να παρακολουθήσει κάποια έκθεση ζωγραφικής, να αναφέρει τα ακριβά εστιατόρια της Κηφισιάς στα οποία έτρωγε, τους συνθέτες που άκουγε φορώντας ρόμπες από μετάξι, ενώ ταυτόχρονα προσδίδει στο λόγο της μια επίφαση λογιότητας χρησιμοποιώντας ατάκες και αποφθέγματα των αγαπημένων της συγγραφέων, προκειμένου να κερδίσει το κοινό της και να τους απευθύνει τροφή για σκέψη στο επίπεδο του διδακτισμού, της ηθικολογίας και της άκαμπτης επιβολής μιας υποτιθέμενα ορθής άποψης.
Και όπως είναι αναμενόμενο, η στάση της αυτή δεν την καθαγιάζει, ούτε την εξυψώνει ως αξιότερη. Ο πιο αυστηρός κριτής του έργου της θα χαρακτήριζε τη στάση της θρασύδειλη, εφόσον παρουσίαζε σχεδόν με ειρωνική διάθεση έναν εξευγενισμένο τρόπο ζωής, όπου, με κύριο παρακινητή το χρήμα, είχε πρόσβαση σε ακριβά υλικά αγαθά, είτε αφορούσαν σε τροφή, είτε σε ρουχισμό, είτε σε μορφές τέχνης, ενώ από την άλλη όχθη οι αναγνώστριές της τη διάβαζαν με θαυμασμό και λιγοστές από τις δικές της απολαύσεις. Μια καλοαναθρεμμένη αστή που καυχιέται για τη ζωή της σε φιλόδοξες γυναίκες «της διπλανής πόρτας»∙ εξ ορισμού η αλληλεπίδραση δεν είναι αμοιβαία και ισορροπημένη.
Το επιχείρημα που αποπειράται να τοποθετηθεί στο σημείο αυτό είναι επί της ουσίας η αμφιβολία για την καθαρότητα της προσέγγισης της Μαλβίνας Κάραλη απέναντι στο αναγνωστικό κοινό της ως δημοσιογράφου. Κρίνοντας από το γεγονός πως η ίδια ανετράφη μέσα σε ένα καλλιεργημένο μεγαλοαστικό περιβάλλον, με παροχές οι οποίες αποτελούσαν την εξαίρεση, μήπως δεν θα έπρεπε να γράφει με έναν τόσο λαϊκό και άμεσο τρόπο; Μήπως είναι υποκριτικός ο τρόπος με τον οποίο λαϊκά και άμεσα απευθύνεται σε ένα μικροαστικό κοινό, ενώ η ίδια δεν αποτέλεσε ποτέ μέρος του; Μήπως η απεύθυνσή της γίνεται αφ ‘ υψηλού, εν είδει αυθεντίας; Οι ερωτήσεις τίθενται απλά για προβληματισμό και θέτουν την διερώτηση για την λογοτεχνική αξία του βιβλίου αυτού, καθώς και για το ίδιο το γεγονός της επανέκδοσής του, είκοσι δύο χρόνια μετά την πρώτη.
Θα μπορούσε κανείς να δικαιολογήσει αυτή την κειμενική και γλωσσική τροπικότητα, αναφέροντας πως εξυπηρετεί μια φατικότητα, κάνοντας χρήση τελεστικών αγκυλών και εγκιβωτίζοντας μέσα στον κύριο κορμό του κειμένου της συνομιλιακά συμβάντα, προκειμένου το συνολικό έργο να αποκτήσει μια άμεση σύνδεση προφορικού χαρακτήρα με το αναγνωστικό της κοινό[1].
Τα τηλεοπτικά της κείμενα (κυρίως όσα είχε προετοιμάσει προτού εκφωνηθούν), μολονότι δεν περιείχαν σε μεγάλο βαθμό αυτόν τον εγκιβωτισμό, χρησιμοποιούσαν άλλα μέσα προκειμένου να μεταφερθούν τα λεγόμενα με ένα πιο συνομιλιακό ύφος. Αυτό συμβαίνει ακριβώς λόγω της διαφοράς μεταξύ των δύο μέσων, καθώς στον γραπτό λόγο δεν υφίστανται οι συμβολές της τηλεοπτικής παρουσίας, όπου το πρόσωπο μιλά και εκφράζεται φυσικά, παρά η απόπειρα αλληλεπίδρασης συντελείται αποκλειστικά και μόνο μέσω των λέξεων και του αποσυμβολισμού τους.
Μολαταύτα, ακόμα και σε αυτό το έργο κυρίαρχη είναι η αναφορά στον έρωτα. «Το Σ’ Αγαπώ των περισσότερων ανθρώπων σημαίνει: Επενδύω σε ένα άτομο, το καταδείχνω και αγωνίζομαι να το μετατρέψω σε Σύντροφο, να το επιβιβάσω σώνει και καλά στην ίδια σχεδία με μένα. Άρα ΑΓΑΠΑΩ θα πει: Επιθυμία Εγκατάστασης του άλλου στον τόπο που ορίζω και καθορίζω εγώ. Συμπέρασμα: Επειδή αγαπάω , δικαιούμαι να εξουδετερώσω κάθε αλλιώτικη διάθεση του άλλου, κάθε στοιχείο δύναμής του που δεν εγκρίνω, κάθε επιθυμία του που είναι διαφορετική από την δική μου. Με δυο λόγια: Να τον ξεδοντιάσω». Αυτή είναι μία μόνο από τις διάφορες θεωρητικές απόψεις που τίθενται εξ ιδίας της Κάραλη για το ζήτημα του έρωτα, το οποίο έχει κυριολεκτικά «σπουδάσει», καθώς απηχούσε ολόκληρη την υπαρξιστική της σκέψη. Αναφέρει το εγωιστικό του έρωτα ως πράξη, ως σύμβαση μεταξύ δύο ατόμων, εντός της οποίας η μία πλευρά ασθενεί, ενώ η αλλή επαίρεται επί αυτής.
Μπορεί να καταγράφει τη δική της εκδοχή με τρόπο απόλυτο και παραδεδεγμένο, όμως αυτό ίσως αποτελεί περισσότερο μια τεχνική ένδυσης με σοβαρότητα του τρόπου με τον οποίο προσεγγίζει τον έρωτα και τις ερωτικές σχέσεις στη ζωή των ανθρώπων – ελλείψει δηλαδή κυνικότητας, σοβαρότητας και συνειδητότητας. Η Μαλβίνα κάνει χρήση της υποτακτικής και της προστακτικής στις προτάσεις της (ή της οριστικής ως εγκεκριμένης αλήθειας) κυρίως γιατί θέλει να εκφράσει κάτι για το οποίο και η ίδια έχει τις αμφιβολίες της. Επομένως, καταγράφοντάς το ως κάτι ήδη γνωστό, επαληθευμένο και μη αμφισβητήσιμο, καταπραύνει τον αγώνα μέσα της στο να βρει τις απαντήσεις σε κάτι που διαρκώς διαψεύδεται.
Είναι η γλώσσα που χρησιμοποιούσε η Μαλβίνα αυτό που κάνει τα κείμενά της προσφιλή στο κοινό, ανοιχτά στη διαχρονική αυτή συζήτηση και ξεχωριστά, όταν τίθενται σε σύγκριση με άλλες παρόμοιες εκκεντρικές συγγραφικές προσωπικότητες. Ανεξάρτητα από την τηλεοπτική της γλώσσα, όπου εκεί η χρήση της εξυπηρετούσε και άλλους σκοπούς, ο γραπτός τρόπος απόδοσης νοημάτων στον οποίο καταφεύγει στο έργο της διακρίνεται στο μεγαλύτερο μέρος του από μικροπερίοδες προτάσεις και παρατακτικότητα, επιδιώκοντας έτσι τη μετάδοση και των αντίστοιχων συναισθημάτων που βιώνει η ίδια προς τους αναγνώστες.
Ο ελλειπτικός αυτός λόγος κατέχει ήδη από την αρχή ισχυρή παρουσία σε όσα έγραφε. Και εφόσον με τον τρόπο αυτό βοηθά στην κατανόηση των νοημάτων και οι προτάσεις της αποκτούν χαρακτήρα κοφτό και απέριττο, αποδεικνύει πως η σκέψη της ήταν σαφής και δεν χανόταν μέσα σε ατέρμονες φιλοσοφικές και φιλολογικές αναζητήσεις. Γνώριζε τι ήταν αυτό που σκεφτόταν και γνώριζε πώς να το αποδώσει με λέξεις. Ακόμα και στα μυθιστορήματά της, τα οποία λόγω της λογοτεχνικότητάς τους ίσως να απαιτούσαν μια πιο λεκτικά διανθισμένη προσαρμογή, χαρακτηρίζονται από αυτό το κοφτό ύφος των μικρών προτάσεων παρατακτικά συνδεδεμένων («Τέλειος παίκτης στην αρχή. Άτσαλος παίκτης μετά. Άτσαλη και εγώ. Τα κάναμε στάχτη. Ακόμα τον αγαπώ. Ακόμα τον πονάω.»).
Και το γεγονός αυτό δεν σημαίνει πως απουσιάζει η λογοτεχνικότητα. Αντιθέτως, παρατηρείται έντονος συναισθηματισμός και λυρικότητα από την επιλογή των λέξεων. Όπως έγραψε και ο Βασίλης Ραφαηλίδης για τον τηλεοπτικό της λόγο – επιβεβαιώνεται όμως και για τον γραπτό της λόγο – «ο λόγος της Μαλβίνας είναι ένας καταρράκτης, μπορείς να καθίσεις κάτω του και να λουστείς λόγο χειμαρρώδη, ζουμερό σαν φρέσκια μουσική πανηγυριού, ηχηρό σαν ώριμο ροδάκινο που πέφτει απ’ το δέντρο και κινητοποιεί το μυαλό του Νεύτωνα»[2].
Και στο σημείο αυτό έρχεται η εισαγωγή του όρου «μαλβινισμός». Με τον νεολογικό αυτό όρο νοούνται τόσο η γενικότερη στάση ζωής που έχει εκφράσει η Μαλβίνα Κάραλη μέσα από τη δημόσια εικόνα της (είτε αφορά σε πολιτικές θέσεις, είτε σε κρίσεις της για πρόσωπα, είτε στις ηθικές της αξίες όπως τις εξέθεσε, είτε στην εγκόλπωση των αποφθεγματικών της προτάσεων για τις οποίες γίνεται πλέον καθημερινά λόγος), όσο και η τάση επαφής με το ζήτημα του έρωτα, για το οποίο είναι τόσο γνωστή. Και η τάση αυτή της επαφής μιλά για την πεσιμιστική διάθεση απέναντι στην απόρριψη του ερωτικού αντικειμένου, αλλά ταυτόχρονα και σε μια επίγνωση του αποτελέσματος εξ αρχής, πράγμα που καθιστά την πληγή περισσότερο διαχειρίσιμη, αν όχι ιάσιμη. Το έλλειμμα στον έρωτα για την Κάραλη είναι γνωστό και η οριστική «σ’ αγαπώ» αποτελεί κατ’ ουσίαν την προστακτική «αγάπα με κι εσύ».
Θα μπορούσε κανείς να πει πως σαν συγγραφέας κάνει σε κάποιο βαθμό χρήση του αμυντικού μηχανισμού της μόνωσης του συναισθήματος, προκειμένου να εκφραστεί γραπτώς για τον έρωτα. Ενώ η προσωπική της ενασχόληση – έστω και σε επίπεδο σκέψης – με ένα τέτοιο ζήτημα θα μπορούσε να είναι μια διαδικασία επίπονη και αλλοιωτική, όταν γράφει για το πώς ερωτεύονται οι άνθρωποι, για το πώς θα έπρεπε να ερωτεύονται, για το τι συμβαίνει όταν ένας άνθρωπος συμπεριφέρεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο σε μια ερωτική σχέση, είναι σαν να γράφει έξω από το σώμα της, έξω από τα δικά της βιώματα και συναισθήματα.
Ο έρωτας ως κατάσταση ενίοτε αγχογόνος και τραυματική, υπαγορεύει ίσως και μια κάποια βαθμού μόνωση και διαχωρισμό του συναισθήματος από το γνωστικό περιεχόμενό του. Η Κάραλη ίσως χρησιμοποιεί το μηχανισμό αυτό με σκοπό να αποτυπώσει τη σκέψη της ως βιωμένη συνθήκη, ως κοινωνικό πρόταγμα, γι’ αυτό και χρησιμοποιεί πολλές οριστικές («Ο ερωτευμένος παραληρεί. Μετατοπίζει το αίσθημα των αξιών. Αλλά το παραλήρημά του είναι βλακώδες.
Υπάρχει βλακωδέστερο πράγμα από έναν ερωτευμένο; Είναι τόσο βλακώδης που δεν τολμά να διατυπώσει τον ερωτικό του λόγο δημόσια»). Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως ο λόγος της περί έρωτος υπολείπεται συναισθήματος – αντιθέτως είναι διάχυτος από ευαισθησία και λυρικότητα. Συνεπώς, το παραπάνω αποτελεί απλώς μια υπόθεση και μια απόπειρα ερμηνείας που δεν στηρίζεται σε αποδεικτικά ερείσματα και δεν εκφράζεται με πεποίθηση, καθώς δεν τιμά την ίδια την προσωπικότητα της εκλιπούσας.
Άτομο οξυδερκές και ευαίσθητο, η Κάραλη κατάφερε μέσα από τη γραπτή της παρουσία να θίξει ζητήματα που άγγιζαν τον γυναικείο πληθυσμό και τον κινητοποιούσαν προς ένα αντικομφορμιστικό τρόπο αντίληψης, που έθετε τον έρωτα ως εσωτερικό θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ζωής του ατόμου, το οποίο τροφοδοτεί ολόκληρη την ύπαρξη του προς τη βίωση υψηλών νοημάτων.
Υψηλό νόημα για την ίδια το συναίσθημα που παράγει αυτός ο αποτρόπαιος δεσμός μεταξύ δύο υπάρξεων. Κι εκεί που η ίδια εξέδωσε ολόκληρο μυθιστόρημα προκειμένου να ξιπάσει τους εσωτερικούς της δαίμονες κάτω από τον έξυπνο τίτλο «Πιο πολύ, πιο πολλοί», έρχεται ο αγαπημένος της Γιώργος Χειμωνάς για να την συμπληρώσει, λέγοντας: «Γιατί η ζωή είναι οι άλλοι και ζωή είναι όταν οι άλλοι σ’ ακουμπάν κι όταν γυρνούν προς εσένα και τα σώματα των ανθρώπων»[3].
Η εγγύτητα, το σχετίζεσθαι ανάμεσα στις ερημωμένες υπάρξεις υπό το καθεστώς του αμοιβαίου μοιράσματος φαίνεται να κυριεύει τον εσωτερικό κόσμο κάθε ανθρώπου της τέχνης, κάθε Δημιουργού, ο οποίος μετουσιώνει το ανοικτό τραύμα, τη ρέουσα πληγή σε ρέουσα κρήνη, ρέουσα μνήμη.
Σχετικά με την λογοτεχνική αξία των γραπτών της, δεν αμφισβητείται το γεγονός πως αυτά χρήζουν δημοσίευσης, επανέκδοσης, συζήτησης, μελέτης, ακαδημαϊκής προσέγγισης, ίσως και παραδειγματισμού όσων ασχολούνται με τη συγγραφή γενικότερα, αλλά και με τη δημοσιογραφία ειδικότερα. Γιατί μπορεί η Κάραλη να μην αυτοπροσδιοριζόταν ως άνθρωπος του μέσου, παρά ως άνθρωπος ταγμένος στην τέχνη της γραφής, ωστόσο η χρήση του ίδιου του μέσου ήταν εκείνη που τη βοήθησε να ανελιχθεί ως συγγραφέας.
Συνεπώς, ενταγμένη η ίδια στο σύστημα και στη λογική του δημοσιογράφου, μέσα από τα κείμενά της καθιέρωσε και εγκαθίδρυσε μια συγκεκριμένη δημοσιογραφική ιδιοτυπία, η οποία συνίστατο στη χρήση μιας συμβολιστικής γλώσσας, αξιολογικά μη ουδέτερης, φορτισμένης με ευαισθησία και τσιτάτα γαλλικής «κουλτούρας». Η πρωτοτυπία και η ιδιαιτερότητα αυτή έδωσαν αφορμή για ποικίλες προσπάθειες μίμησης του ύφους αυτού από συγχρόνους της, άλλοτε πετυχημένες και άλλοτε όχι.
Σε κάθε περίπτωση, ο όρος «Μαλβινισμός» θα μπορούσε (ίσως να ήταν αρκετά εύλογο) να συμπεριληφθεί σε κάποια νέα έκδοση ενός λεξικού λογοτεχνικών και φιλολογικών όρων, ή ενός δημοσιογραφικού εγχειριδίου για φοιτητές, προκειμένου να διακριθεί το συγγραφικό ύφος της εκλιπούσας ως μια ξεχωριστή κατηγορία γλωσσικής χρήσης.
Το κενό της απουσίας της αισθητό, ακόμα και μια εικοσαετία σχεδόν μετά το θάνατό της. Θα έλεγε κανείς πως η συνέπεια της απώλειάς της ήταν η έλλειψη πια της εκκεντρικότητας στο πεδίο των ελληνικών μέσων μαζικής επικοινωνίας, της εκκεντρικότητας με την έννοια του ιερού τέρατος, της έντονης ακτινοβολίας και του γεμάτου προσωπικού «αμφορέα».
Η Κάραλη αποτελούσε ένα τέτοιο άτομο, αιρετικό σχεδόν, όπως ο φίλος της Βασίλης Ραφαηλίδης, όχι από την άποψη της θρησκευτικής πίστεως –η ίδια φαινόταν να είναι αρκετά πιστή-, αλλά από την άποψη της ξεχωριστής ιδιοσυγκρασίας που θα εκθέσει μια άκρως δυναμική και ανατρεπτική ρήση που θα ταράξει τα νερά, γιατί την πιστεύει. Η άποψή της ήταν, δηλαδή, «αποψάτη», όπως κοροϊδευτικά ανέφερε πολλές φορές για άλλους∙ δεν συμβιβαζόταν ποτέ. Το μόνο βέβαιο είναι πως, με τον ερχομό της τρίτης χιλιετίας το τηλεοπτικό πεδίο στην Ελλάδα μεταβλήθηκε συλλήβδην, συντελώντας έτσι στο πέρασμα σε μια νέα εποχή από την οποία θα λείπει πλέον το χαμόγελο και το έξυπνο χιούμορ της Μαλβίνας Κάραλη.
Ίσως η επαφή με το έργο και γενικά με την παρακαταθήκη της να ανάγεται σε μια καλτ προσέγγιση της πραγματικότητας με παρελθοντολαγνικές-νοσταλγικές διαθέσεις, χωρίς απαραίτητα αυτό να νοείται ως κάτι αξιοκατάκριτο. Δεν έχει υπάρξει στα τόσα χρόνια μετά το θάνατό της προσωπικότητα που να απασχόλησε με την ίδια ένταση όπως απασχόλησε εκείνη.
Κι αυτό καταγράφεται σχεδόν κατηγορηματικά, υπό μια ρεαλιστική κρίση περισσότερο, παρά υπό την επήρεια του υποκειμενισμού, κρίνοντας από την μεγάλη ιδιαιτερότητά της τόσο ως ανθρώπου, όσο και ως γυναίκας που, ενώ λοιδορήθηκε όσο λίγοι για τις απόψεις της, αγαπήθηκε από πλήθος διαφορετικών ανθρώπων. Για την κηδεία της ελέχθη πως έκλαψαν πολιτικοί και τραβεστί. Με αυτή την ανισόρροπη όσον αφορά στα υποκείμενα πρόταση νοείται η ικανότητα –το χάρισμα;- που είχε η ίδια να καθιστά τον εαυτό της αποδεκτό από όλα τα στρώματα της κοινωνίας.
Οι ατάκες μέσα από τις εκπομπές, αλλά κυρίως μέσα από τις εξομολογητικές γραπτές αφηγήσεις της συζητούνται ακόμα και γίνονται σλόγκαν σε τοίχους πολυκατοικιών, τοίχους προσωπικών ιστολογίων, τοίχους νοητικούς. Σε ένα από τα βιβλία που μελέτησε αυτό το δοκίμιο, η ίδια έχει καταγράψει αμετάπειστα πως «Τα είδωλα είναι για να γκρεμίζονται. Και ο νεκρός δεν δεδικαίωται», πράγμα για το οποίο θα περάσει αρκετός καιρός ώστε να χαρακτηρίσει και την ίδια.
Οι νεκροί μιλούν ακόμα μέσα από το έργο τους, γεγονός που τους λυτρώνει στα μάτια όσων τους θεωρούσαν αμαρτωλούς, έκλυτους, ακόλαστους. Όσοι αγαπούν, παρ΄ όλα αυτά, ποτέ δεν ξεφεύγουν από την ακολασία. Κι αυτό είναι ό,τι πιο ενδιαφέρον.
[1] Βλ. Πολίτης, Π. (2014). Η γλώσσα της τηλεοπτικής ενημέρωσης: Τα δελτία ειδήσεων της ελληνικής τηλεόρασης (1980-2010). Θεσσαλονίκη: ΙΝΣ.
[2] Βλ. Ραφαηλίδης, Β. (1999). Είκοσι ένα κείμενα για τη Μαλβίνα. Αθήνα: Το Ποντίκι
[3] Βλ. Χειμωνάς, Γ. (2016). Αγάπη σαν ακολασία. Αθήνα: Κριτική
Ο Ματθαίος Λεωνίδας γεννήθηκε στη Γερμανία και μεγάλωσε στην επαρχία της Κοζάνης. Στην Αθήνα σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ. Προσκυνητής της Τζόαν Ρόουλινγκ, η οποία σε μικρή ηλικία τον ώθησε στο να ασχοληθεί κι ο ίδιος με τη λογοτεχνία και την ποίηση. Ενίοτε δημοσιεύει και κριτικές θεατρικών παραστάσεων. Αν θέλετε να τον καταλάβετε καλύτερα, διαβάστε κάποιο ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη, ή δείτε μια ταινία του Γκοντάρ.
Το άρθρο του Ματθαίου Λεωνίδα δημοσιεύθηκε στo fractalart.
Ακολουθήστε μας στο Instagram και στο Fb για να βλέπετε τα άρθρα που σας ενδιαφέρουν
Διαβάστε επίσης:
Μαλβίνα: Κότα με γέμιση
Μαλβίνα: Μπα, τίποτα
Λέγεται Μαλβινισμός
εμφάνιση σχολίων