0
1
σχόλια
741
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Για να μην είμαι αυτό που φοβάμαι αλλά εκείνο που εύχομαι

ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
14 Οκτωβρίου 2011
Η Σ. ΦΕΡΝΕΙ ΕΝΑ ΒΙΟΛΟΓΙΚΟ ΧΥΜΟ ΚΕΡΑΣΙΟΥ, τον κουβαλά σε μια καφέ χαρτοσακούλα, με αγκαλιάζει και φιλιόμαστε σταυρωτά πριν καν ακόμη μπει στο σπίτι, της αρέσει η αυλή, της αρέσει και το πλακόστρωτο, ανοίγω το ψυγείο και παίρνω παγάκια, κάτσε της λέω να φέρω ποτήρια, να τα πίνουμε απόψε βιολογικά.

ΓΕΛΑΕΙ, ΓΕΛΑΩ ΜΑΖΙ ΤΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΑΡΑΖΕΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ, διαλέγει εκείνην που συνήθως ρίχνει τους φίλους μου στο πάτωμα, πρόσεχε, την προειδοποιώ, μπορεί να σε βρει μια αναπάντεχη πτώση, της λέω, εκείνη όμως ξέρει τι σημαίνουν αναπάντεχες πτώσεις, κάνει μια χειρονομία που υπονοεί «τα ‘χω ζήσει εγώ αυτά» και ύστερα ανάβει τσιγάρο, στριφτό. Έχω καιρό να την δω, έχει καιρό να με δει, φέρνω κέικ γεωγραφίας, δεν είναι σπιτικό της λέω, δεν έχω ιδέα από μαγειρικές της ξαναλέω αμέσως μετά, φέρνω και γαλάζια χαρτομάντιλα που τα ‘χω φυλαγμένα στο πρώτο συρτάρι και κείνη μαζεύει τα μακριά της μαλλιά με ένα χρωματιστό λαστιχάκι.

ΣΕ ΠΕΝΤΕ ΛΕΠΤΑ ΚΑΤΑΦΘΑΝΕΙ ΚΑΙ Ο Λ. φοράει ένα πουκάμισο που έχει πάνω του ζωγραφισμένα μικρά αυτοκινητάκια, πάντα φοράει περίεργα πουκάμισα ο Λ, και εγώ πάντα του κάνω σχόλιο για τα πουκάμισα του, εκείνος με κοιτάει καχύποπτα και ύστερα σκάει ένα γέλιο σαν πυροτέχνημα. Κάθεται σε μια μπλε καρέκλα, δεν είναι αναπαυτική, του κάνω παρατήρηση, εκείνος όμως επιμένει και έτσι παίρνουμε τις θέσεις μας σιγά-σιγά, με το χυμό κερασιού να παίζει στην μέση σε κείνο το πλεχτό τραπέζι που είναι τετράγωνο και το ‘χω μετακινήσει από το σαλόνι στην αυλή.

ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΓΙΑ ΤΙ ΜΙΛΑΜΕ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ, δεν θυμάμαι ούτε και στην συνέχεια από ποια θέματα περνάμε ξυστά, μα ύστερα θυμάμαι πως η κουβέντα γεμίζει ξαφνικά από τέρατα και παραμύθια, η Σ. ευθύνεται γι’ αυτό, τώρα το ‘νιωσε πως είναι η εποχή της να τα τραγουδήσει, ίσως γιατί μέσα της ένιωσε την ανάγκη πως ήρθε η ώρα να φτιάξει το δικό της παραμύθι. Ο Λ. πάντα φτιάχνει παραμύθια με τις μουσικές του, δεν τον ρωτάω καν λοιπόν, το παίρνω για δεδομένο και δεν κάνω σχόλιο.

ΓΙΑΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΦΤΙΑΞΕΙΣ ΕΝΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ, ρωτάω την Σ και νιώθω ήδη πως είμαι άστοχη, γιατί ποτέ δεν βάζεις πλάι από ένα παραμύθι ερωτηματικό, εκείνη όμως μοιάζει πανέτοιμη να μου δώσει μια απάντηση, γέρνει ακόμη περισσότερο στην ανισόρροπη μου πολυθρόνα και κοιτάζει προς τα πάνω λες και απευθύνεται σε κάτι πολύ μεγαλύτερο από μας.

ΓΙΑ ΠΕΣ ΜΟΥ ΕΣΥ, ΜΟΥ ΛΕΕΙ ΛΙΓΑ ΛΕΠΤΑ ΜΕΤΑ… Πού μπορείς να μιλήσεις για θεούς και για δαίμονες, για όνειρα και τρέλα, για κείνα που σε τρώνε τα βράδια και για τ’ άλλα που σε τρώνε το πρωί, για κείνα που δεν κάνουνε κανένα νόημα αλλά τα νιώθεις σαν όλα τα νοήματα του κόσμου μαζί, για πες μου εσύ λοιπόν, πού μπορείς να μιλήσεις πια για όλα αυτά μαζί; Δεν απαντώ, δεν λέω τίποτα, κοιτάζω ξανά τα αυτοκινητάκια στο πουκάμισο του Λ, υποψιάζομαι πού μπορεί να βρίσκεται αυτός ο χώρος, προτιμώ ωστόσο να μου τον πει εκείνη, και μου τον λέει. Πώς μόνο άμα φτιάξεις το δικό σου παραμύθι μπορείς να τα χωρέσεις όλα αυτά μαζί, και μόνο άμα το πιστέψεις, μπορείς πια να τα μοιραστείς.

Ο Λ. ΓΝΕΦΕΙ ΔΗΛΩΝΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΓΝΕΨΙΜΟ ΤΟΥ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΜΑΧΟΣ, το ίδιο δηλώνω και εγώ και ύστερα δεν λέμε τίποτα. Κάνω όμως μια σκέψη αλλά την κάνω σιωπηλά. Μια σκέψη που είναι καιρός τώρα που με γυροφέρνει, ίσως γιατί την βλέπω να ξεπηδάει απότομα στις κουβέντες πολλών ανθρώπων, που δεν είχανε κατ’ ανάγκην το ίδιο όνειρο αλλά περάσανε όλοι τους από την γλύκα ενός ονείρου. Κάνω την σκέψη, λοιπόν, πως όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας και μας υπαγορεύουν να πιστέψουμε πως είμαστε αυτό που φοβόμαστε και όχι εκείνο που ευχόμαστε, μόνο ένας τρόπος υπάρχει να τα εξοντώσεις. Να φτιάξεις το δικό σου παραμύθι. Και κει να τα χωρέσεις όλα μέσα. Και θεούς και δαίμονες και όνειρα και τρέλα και κείνα που σε τρώνε τα βράδια και τ’ άλλα που σε τρώνε το πρωί…

ΡΙΧΝΩ ΚΙ ΑΛΛΑ ΠΑΓΑΚΙΑ ΣΤΟ ΧΥΜΟ ΚΕΡΑΣΙΟΥ, ο Λ. παίρνει ένα δεύτερο κέικ γεωγραφίας, η Σ. μου λέει πως πεθύμησε ένα σοκολατένιο παγωτό και κάπως έτσι σε μια αυλή, τρεις άνθρωποι γύρω στα 40 συν-πλην, πιστεύουμε ξανά στα παραμύθια. Γιατί έχουμε πια πλήρη επίγνωση πως όλη αυτή η πραγματικότητα στην οποία επενδύσαμε δεν ήτανε τίποτα άλλο τελικά παρά ένα ξένο παραμύθι. Και όχι το δικό μας.


Η Ελένη Ξένου είναι δημοσιογράφος και ζει στη Λευκωσία. Τη γνωρίσαμε ως διευθύντρια στο καλό κυπριακό περιοδικό Υστερόγραφο. Εδώ στο DOC TV, πιστεύουμε ότι πρέπει να εκδώσει επειγόντως μυθιστόρημα.

εμφάνιση σχολίων